Πραγματικότητες και αναμνήσεις

Συνομιλία με τους μυθιστοριογράφους Χρήστο Αστερίου και Αντρέας Σέφερ

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Οι συγγραφείς Χρήστος Αστερίου και Αντρέας Σέφερ ανοίγουν την πόρτα του εργαστηρίου τους στη Μιχαέλα Πρίντσινγκερ, προσφέροντας στους αναγνώστες του diablog.eu μια εικόνα του τρόπου που εργάζονται. Και οι δύο ήταν φιλοξενούμενοι του «Greek Writers@Berlin», μιας σειράς αναγνώσεων που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του diablog.eu σε συνεργασία με τη λογοτεχνική στέγη Lettrétage και με τη χρηματοδότηση του Τομέα Πολιτισμού και Ευρώπης της Γερουσίας του Βερολίνου.

Το diablog.eu συνιστά για καλοκαιρινή ανάγνωση τα μυθιστορήματα «Η θεραπεία των αναμνήσεων» (2019, εκδ. Πόλις) του Χρήστου Αστερίου και –επί του πιεστηρίου– «Das Gartenzimmer» (Tο δωμάτιο του κήπου, 2020, εκδ. DuΜont) του Αντρέας Σέφερ.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: O στόχος της τριμερούς σειράς εκδηλώσεων «Greek Writers@Berlin» το φθινόπωρο του 2019 ήταν να προσφέρει μια πανοραμική θεώρηση: Ποίηση, επιτελεστική γραφή και πεζογραφία – με Έλληνες, Γερμανούς και Ελληνογερμανούς συγγραφείς. Παρουσιάστηκαν λογοτεχνικά κείμενα στο πρωτότυπο και από μεταφράσεις, ενώ οι δημιουργοί είχαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε μια δημόσια συζήτηση που δεν περιορίστηκε μόνο στη λογοτεχνία, αλλά έριξε φως και στη διάδρασή της με άλλα είδη, όπως το βίντεο, την περφόρμανς και το θέατρο.

Στην τελευταία εκδήλωση καλεσμένοι ήταν δύο συγγραφείς που σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στο κυρίαρχο μοντέλο με την έννοια ότι ΔΕΝ είναι ούτε πολυγραφότατοι ούτε υπερπαραγωγικοί, απαραίτητη ενίοτε προϋπόθεση στην εποχή μας, προκειμένου ένας συγγραφέας να είναι ορατός και να συμμετέχει δικαιωματικά στο διάλογο για τη λογοτεχνία.

Ο Χρήστος Αστερίου δημοσίευσε πρόσφατα, το 2019, το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Η θεραπεία των αναμνήσεων», και μόλις κυκλοφόρησε το πρόσφατο μυθστόρημα του Αντρέας Σέφερ τον Ιούλιο του 2020 με τίτλο «Το δωμάτιο του κήπου».

Ο Αντρέας Σέφερ και ο Χρήστος Αστερίου έχουν αρκετά κοινά: Και οι δυο συνηθίζουν να εργάζονται πολλά χρόνια πάνω σ’ ένα βιβλίο και δεν απευθύνονται στο πλατύ αναγνωστικό κοινό. Και οι δύο μοιάζουν, κατά τη γνώμη μου, να διακατέχονται από μια γνήσια αγωνία για τον περίτεχνο συνδυασμό μορφής και περιεχομένου. Επίσης, λόγω βιογραφίας συνδέονται με την Ελλάδα, αν και ο ένας γράφει στα γερμανικά, ενώ ο άλλος στα ελληνικά. Και οι δυο, ωστόσο, είναι εξοικειωμένοι και με τις δύο γλώσσες.

Είναι γεγονός ότι ως μεταφράστρια και αναγνώστρια ενδιαφέρομαι προπάντων για τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από τα κείμενα, για το πώς προκύπτουν οι ιστορίες. Γιατί αυτά είναι ακριβώς τα στοιχεία με τα οποία μαθαίνει να εξοικειώνεται μια μεταφράστρια μέσα από τη δουλειά της: ο τρόπος που κατασκευάζονται οι ιστορίες, η λειτουργία των ηρώων, οι ρόλοι και οι διάφορες ταυτότητες, οι συνδέσεις μεταξύ των σκηνών, η αποκρυπτογράφηση του νοήματος. Θα σας μιλήσω, λοιπόν, για τον τρόπο που επιχείρησα να προσεγγίσω τους δυο αυτούς συγγραφείς.

Ένα επιπλέον κοινό στοιχείο είναι το είδος του εκδοτικού οίκου στον οποίο επιλέγουν να δημοσιεύσουν τα έργα τους: Τόσο ο Πόλις όσο και ο Ντυμόντ είναι εκδόσεις μεσαίου φορμά με πολύ ιδιαίτερο προφίλ. Εκεί λοιπόν θα βρούμε τους δυο συγγραφείς ανάμεσα σε εκλεκτή παρέα, τον Αντρέα στον Ντυμόντ μαζί με τον Μισέλ Ουελμπέκ και τον Χαρούκι Μουρακάμι, και τον Χρήστο στον Πόλις, έναν εκδοτικό οίκο που ειδικεύεται τόσο σε ιστορικού περιεχομένου όσο και σε λογοτεχνικά βιβλία, με συντροφιά τον Λάσλο Κρασναχορκάι και τον Σαούλ Φριντλέντερ.

zwei maenner und eine frau die lacht
Χρήστος Αστερίου, Μιχαέλα Πρίντσιγκερ, Αντρέας Σέφερ, ©Παναγιώτης Πασχαλίδης

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Ένας Γερμανός συγγραφέας έχει γράψει εδώ και αρκετά χρόνια για την ανακάλυψη της βραδύτητας. Εσείς πώς βλέπετε τη συγγραφή σε μια εποχή όπου όλα συμβαίνουν όλο και πιο γρήγορα, εν μέσω ενός ακατάπαυστου επικοινωνιακού βομβαρδισμού; Απέναντι στον καταιγισμό από ηλεκτρονικά μηνύματα, Whatsapp, Facebook, Instagram, Twitter οι συγγραφείς σίγουρα δεν μένουν αλώβητοι.

Αντρέας Σέφερ: Σίγουρα όχι. Παρατηρώ στον εαυτό μου μια μεγαλύτερη εσωτερική νευρικότητα – μετά από αλόγιστη χρήση μιας συσκευής με πρόσβαση στο διαδίκτυο. Από την άλλη πλευρά, η λεγόμενη ψηφιακή επανάσταση δεν επέφερε ιδιαίτερες αλλαγές στους ρυθμούς με τους οποίους εργάζομαι. Η διαδικασία παραγωγής ενός κειμένου δεν έγινε ούτε πιο γρήγορη ούτε πιο αργή. Πρέπει να πω όμως ότι δεν χρησιμοποιώ Twitter και στο Facebook συμμετέχω παθητικά, με την έννοια ότι σπάνια αναρτώ κάτι δικό μου, ενώ συνήθως παρακολουθώ από το περιθώριο και με μειωμένο ενδιαφέρον τα κύματα του ενθουσιασμού και της υστερίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είμαι μάλλον επιφυλακτικός απέναντι στους συγγραφείς που έχουν πάντα κάτι να πουν, επί παντός επιστητού, και θεωρούν ότι ο παραμικρός συνειρμός τους αξίζει να κοινοποιηθεί.

Χρήστος Αστερίου: Ο ρυθμός της ζωής είναι εντελώς διαφορετικός από τον ρυθμό συγγραφής ενός βιβλίου. Χρειάζομαι συνήθως μεγάλα χρονικά διαστήματα για να σιγουρευτώ πως έχω τον έλεγχο του κειμένου και να πείσω τον εαυτό μου πως το βιβλίο προχωράει προς την σωστή κατεύθυνση. Τα social media απαιτούν από όλους -ακόμα και από τους συγγραφείς- να είναι εξωστρεφείς, να σχολιάζουν, να έχουν καθημερινά γνώμη για τα πάντα. Μου είναι δύσκολο να ακολουθήσω έναν τέτοιο ρυθμό.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Ένα άλλο στοιχείο που σας συνδέει έχει να κάνει -θα το διατυπώσω κάπως γενικά και αόριστα- με την Ελλάδα. Ο Χρήστος δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο συγγραφέας των στερεοτύπων που συμβάλλει με τα έργα του στη δημιουργία μιας «ευπώλητης» εικόνας της Ελλάδας ή των Ελλήνων. Ο Ανδρέας πάλι, χρησιμοποιεί το ελληνικό του κομμάτι και τις γνώσεις του για τη χώρα, τους ανθρώπους και τη νοοτροπία στοχευμένα και σε μικρές δόσεις. Και οι δυο επιτυγχάνετε με τον τρόπο της γραφής σας να προσφέρετε στους αναγνώστες ένα ανοιχτό πεδίο ελεύθερων συνειρμών που ο καθένας γεμίζει ανάλογα με τα συναισθήματα και την εμπειρία του.

Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα δοκίμιο του Αντρέας Σέφερ (το έχουμε ήδη μεταφράσει στα ελληνικά για το diablog.eu), στο οποίο αναφέρεται στην κατά το ήμισυ ελληνικότητά του. Εάν είσαι κατά το ήμισυ Έλληνας, άλλο τόσο είσαι βέβαια και Γερμανός, παρά το εξ ολοκλήρου γερμανικό σου επίθετο Schäfer (βοσκός). Ποια είναι η σχέση των δύο πλευρών σου; Είναι αρμονική ή υπάρχουν συγκρούσεις; Νιώθεις κερδισμένος ή χαμένος από τη διπλή σου ταυτότητα;

Αντρέας Σέφερ: Φυσικά και νιώθω κυρίως κερδισμένος, αν και τέτοιου είδους ερωτήσεις είναι άνευ σημασίας στην καθημερινή ζωή. Δεν περιφέρομαι στον κόσμο ως μισός Έλληνας! Από τη στιγμή που γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Γερμανία, αισθάνομαι Γερμανός συγγραφέας – άλλωστε τα ελληνικά μου δυστυχώς δεν είναι και τόσο αξιέπαινα. Την ίδια στιγμή όμως, αυτό που με συνδέει με την Ελλάδα είναι βαθύ και μαζί δύσκολο να το εκφράσω με λόγια, κι επίσης νιώθω πολύ άνετα με τον ελληνικό τρόπο ζωής. Το εμφανώς γερμανικό μου επίθετο έπαιζε φυσικά ρόλο στον τρόπο που με αντιλαμβανόταν το περιβάλλον μου, ιδίως παλιότερα. Ήμουν εγώ πάντα αυτός που αποφάσιζε σε ποιον θα αποκάλυπτα ότι η μητέρα μου ήταν από την Ελλάδα, οι άλλοι δεν καταλάβαιναν δηλαδή ότι δεν είμαι Γερμανός αλλά ξένος – όπως λέγαμε τότε.

Η Ελλάδα, επομένως, ήταν κυρίως μια υπόθεση προσωπική, ήταν συναίσθημα και πόθος. Πριν είκοσι χρόνια περίπου, τα ερωτήματα περί ταυτότητας με βασάνιζαν αρκετά για κάποιο διάστημα και γι’ αυτό αποφάσισα να ζήσω για ένα χρόνο στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον σήμερα είναι ότι αυτά τα θέματα εξακολουθούν να αναδύονται λίγο πολύ χωρίς να το θέλω, όταν γράφω και με ξαφνιάζουν. Με γοητεύει για παράδειγμα το ερώτημα του κατά πόσο ανήκει κανείς σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, καθώς και οι γυάλινοι τοίχοι που χωρίζουν τους εντός από τους εκτός. Και το ότι ορισμένοι από τους χαρακτήρες μου έχουν ανεπτυγμένη αίσθηση για τις «λεπτές διαφορές» έχει σίγουρα να κάνει με το γεγονός ότι όντας γιος μιας μετανάστριας που επεδίωξε την κοινωνική άνοδο, ένιωσα από πολύ νωρίς την ανάγκη της κοινωνικής αναγνώρισης που πλανιόταν στον αέρα του σπιτιού, αναμεμειγμένη όμως με τον φόβο της απόρριψης.

buchcover andreas schäfer gesichter

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Στη «Θεραπεία των αναμνήσεων» ο Χρήστος γράφει κάπου για τον πρωταγωνιστή του: «Μην ξεχνάς ότι είμαι μισός Έλληνας, μισός Ιρλανδός. Είμαστε πότες και φωνακλάδες αλλά χωρίς παράδοση στο χιούμορ.» Στο τελευταίο σου βιβλίο σε απασχολούν πολύ το κωμικό στοιχείο, το χιούμορ. Γιατί πιστεύεις ότι οι Έλληνες (όπως ρητά ισχυρίζεσαι) δεν έχουν παράδοση στο χιούμορ; Μήπως εννοείς την ειρωνεία; Στα κείμενά σου η αφηγηματική ειρωνεία γίνεται, νομίζω, έντονα αισθητή.

Χρήστος Αστερίου: Οι Έλληνες είμαστε πολύ ευθείς, δεν μπορούμε να πάρουμε εύκολα απόσταση από τα πράγματα και τις καταστάσεις, γι’ αυτό και δεν έχουμε παράδοση στο πνευματώδες χιούμορ που οι Άγγλοι ονομάζουν wit και οι Γερμανοί Witz. Το είδος της γραφής στην «Θεραπεία των Αναμνήσεων» είναι όντως επηρεασμένο από την αγγλοσαξωνική πεζογραφία. Ήθελα να κατακτήσω αυτό το ύφος και να το μεταφέρω στην ελληνική πραγματικότητα.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Ο Χρήστος σπούδασε γερμανική φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής γερμανικών στην δημόσια εκπαίδευση, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας που για τους Γερμανούς αποτελούν ονειρεμένους τόπους διακοπών, όπως η Άνδρος ή η Πάρος. Εδώ και τέσσερα χρόνια διδάσκει την Ελληνική Γλώσσα στο FU/Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ενώ στα σεμινάριά του που είναι πολύ δημοφιλή, διδάσκει στους φοιτητές του μετάφραση και λογοτεχνία.

Και η δική σου καρδιά μιλάει δυο γλώσσες. Πώς βιώνεις αυτή τη συνύπαρξη; Είναι αρμονική ή υπάρχουν συγκρούσεις;

Χρήστος Αστερίου: Σε ό,τι αφορά την λογοτεχνία δεν υπάρχει δίλημμα για μένα: γράφω μόνο και αποκλειστικά στα ελληνικά. Όπως λέω συχνά, ακόμα και την μητρική μου γλώσσα συνεχίζω ολοένα να την μαθαίνω, είναι μια διαδικασία που ποτέ δεν τελειώνει. Η μετάφραση είναι μια άλλη ιστορία. Εκεί εμπλέκονται τα γερμανικά, η γερμανική λογοτεχνία και η μεταφορά της στα ελληνικά. Η μετάφραση είναι μια σημαντική ασχολία από την οποία ένας συγγραφέας επωφελείται από κάθε άποψη. Μαθαίνει ξένους ρυθμούς, μεταφράζει γραφές τελείως διαφορετικές από την δική του, μπαίνει στα παπούτσια ξένων συναδέλφων του.

buchcover christos asteriou iasonas remvis

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Η επιλογή της γλώσσας στην οποία γράφετε είναι σαφής, τα γερμανικά για τον Ανδρέα και τα ελληνικά για τον Χρήστο. Θα μπορούσατε ωστόσο να φανταστείτε να γράψετε κάτι και στην άλλη γλώσσα και τι θα ήταν αυτό; Ένα ποίημα, μια ερωτική επιστολή, ένας κατάλογος για τα ψώνια ή κάτι άλλο;

Αντρέας Σέφερ: Κατάλογο για τα ψώνια στα ελληνικά έχω ήδη γράψει! Αλλά ως εκεί. Προσωπικά θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο να μεταφράσω κάποτε από τα ελληνικά στα γερμανικά, έστω και με ρυθμό σαλιγκαριού, προκειμένου να προσεγγίσω τους διαφορετικούς συναισθηματικούς κόσμους των δύο γλωσσών σε βάθος και με όλες τους τις αποχρώσεις.

Χρήστος Αστερίου: Καταλαβαίνεις πως νιώθεις καλά σε μια ξένη γλώσσα όταν αρχίζεις να ονειρεύεσαι σ’ αυτήν. Μου είχε συμβεί τα πρώτα μου χρόνια σπουδών στην Γερμανία. Αλλά γράφω καλύτερα ακαδημαϊκά γερμανικά (έχω, άλλωστε, σπουδάσει Germanistik) απ’ ό,τι ερωτικά γράμματα στην καθημερινή γλώσσα.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Πώς βλέπετε τη σχέση λογοτεχνίας και κινηματογράφου; Όταν διάβασα τα »Πρόσωπα», το μυθιστόρημα του Αντρέας, σκέφτηκα αμέσως ότι πρόκειται για υλικό ταινίας, υπήρξε μάλιστα και σχετικό ενδιαφέρον που δεν έχει (ακόμη) υλοποιηθεί. Αλλά και στο Χρήστο έχει γίνει πρόταση κινηματογραφικής μεταφοράς του «Ίσλα Μπόα». Σας γοητεύει η ιδέα να δείτε τα έργα σας να υπερβαίνουν τα όρια του μυθιστορηματικού είδους, ερμηνευμένα από ηθοποιούς με συνοδεία εικόνας, ήχου και μουσικής;

Αντρέας Σέφερ: Η ιδέα της κινηματογραφικής μεταφοράς με γοητεύει για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες εξελίσσονται, περνούν σε άλλα χέρια και αποκαλύπτουν αναπόφευκτα νέες πτυχές. Βρίσκω εξαιρετικά χρήσιμο αλλά και συναρπαστικό το να βλέπω τι ανακαλύπτουν στα βιβλία μου οι αναγνώστες -και οι σκηνοθέτες είναι καταρχάς αναγνώστες- και ποια στοιχεία ξεχωρίζουν για να τα τονίσουν παραπάνω. Δεύτερον, με συναρπάζει η σεναριακή γραφή. Πρόσφατα ολοκλήρωσα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, μια ιστορία που καταλαμβάνει έναν ολόκληρο αιώνα. Μόλις τελείωσα, είχα την ιδέα να διηγηθώ την ιστορία από την αρχή – αλλά αυτή τη φορά σε έξι επεισόδια μιας μίνι σειράς. Για να δούμε αν θα προκύψει κάτι απ’ αυτό…

Χρήστος Αστερίου: Πολλοί αναγνώστες ισχυρίστηκαν ότι διάβασαν κάποιο βιβλίο μου «σαν να βλέπουν ταινία». Ζούμε σε μια εποχή επικράτησης της εικόνας κι αυτό είναι κάτι που επηρεάζει τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τα πράγματα, ακόμη και την λογοτεχνία. Πιστεύω πως η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα του σινεμά δεν είναι ίδια. Χρειάζονται άλλες ικανότητες για να γράψεις ένα σενάριο κι άλλες για ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα.

Isla Boa Cover

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Αντρέας, έχεις γράψει και το λιμπρέτο για μια όπερα. Μίλησέ μας γι’ αυτή την εμπειρία, να υπερβείς τα όρια ενός λογοτεχνικού είδους και να αναμετρηθείς με την όπερα, που θα πει με τη σκηνή, το τραγούδι και τη μουσική. Η λογοτεχνία, και ειδικά το μυθιστόρημα, είναι η κατεξοχήν τέχνη της σιωπής, όπου ο αναγνώστης δημιουργεί το δικό του σύμπαν, σκηνοθετεί την ταινία στο μυαλό του. Εσύ ήξερες ότι γράφεις ένα κείμενο που θα μεταφερόταν στη σκηνή. Επηρέασε αυτό τη γραφή σου;

Αντρέας Σέφερ: Απόλαυσα ιδιαίτερα την εργασία με το λιμπρέτο, κυρίως για το στοιχείο της συνεργασίας. Από κοινού με τον Ελβετό συνθέτη David Philip Hefti διασκευάσαμε το παραμύθι του Άντερσεν «Η βασίλισσα του χιονιού» – για την Tonhalle/Μέγαρο Μουσικής της Ζυρίχης. Από τις πρώτες κιόλας ιδέες η ανταλλαγή με τον Philip Hefti ήταν συνεχής και εντατική. Συζητήσαμε για μοτίβα, οπτικές εικόνες και δομές – ο διπλασιασμός, η αντανάκλαση, η ηχώ παίζουν σημαντικό ρόλο στον Άντερσεν. Μόνο αφού προσδιορίσαμε ακριβώς την ατμόσφαιρα, κλείστηκα στο γραφειάκι μου για να γράψω. Σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, εδώ ακόμα και ο αριθμός των χαρακτήρων ήταν προκαθορισμένος – υπήρχαν μόνο τρεις ρόλοι, αλλά ακόμα κι αυτός ο περιορισμός μού φάνηκε ιδιαίτερα ανακουφιστικός.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Ο Χρήστος μάς έδωσε μια εικόνα για ένα ντοκιμαντέρ που εμπνεύστηκε κατά την πρόσφατη παραμονή του στις ΗΠΑ. Οι παραγωγές ταινιών απαιτούν εν γένει πολύ περισσότερα χρήματα από τη συγγραφή. Εσύ ανακάλυψες την ιστορία μιας ασυνήθιστης γυναίκας. Τι ήταν αυτό που σε γοήτευσε στη ζωή της και γιατί προτίμησες να την επεξεργαστείς σε ντοκιμαντέρ και όχι να γράψεις ένα διήγημα ή ακόμα κι ένα καινούργιο μυθιστόρημα;

Χρήστος Αστερίου: Τρέφομαι με ιστορίες, μου είναι αδύνατον να ζήσω χωρίς αυτές. Ιστορίες ανθρώπων που βρίσκω συναρπαστικές και θέλω αρχικά να ερευνήσω και ύστερα να επεξεργαστώ λογοτεχνικά. Κάπως έτσι άκουσα για την ιστορία της Chelly Wilson, της Θεσσαλονικιάς Εβραίας βασίλισσας της πορνογραφικής σκηνής στην Νέα Υόρκη των δεκαετιών ’60 και ’70. Αρχικά σκέφτηκα να γράψω ένα άρθρο για την ζωή της. Ύστερα, όμως, γνώρισα μια σκηνοθέτη που είχε δουλέψει στους κινηματογράφους της και θέλησε να συνεργαστούμε. Δεν γίνονται όλες οι ιστορίες βιβλία. Είμαι όμως πολύ τυχερός που μπήκα στην διαδικασία παραγωγής ενός ντοκιμαντέρ. Είναι μια εξαιρετική εμπειρία απ’ την οποία έχω μάθει πολλά.

podium einer veranstaltung zwei maenner eine frau
Χρήστος Αστερίου, Μιχαέλα Πρίντσιγκερ, Αντρέας Σέφερ, ©Παναγιώτης Πασχαλίδης

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Αντρέας, θα με ενδιέφερε πολύ να επανέλθουμε στο πρώτο σου βιβλίο, «Στο δρόμο προς τη Μεσσαρά». Στη συνέχεια έγραψες δύο ακόμη μυθιστορήματα, μόλις δημοσίευσες το τέταρτο, έχεις χαράξει μια πορεία, έτυχες αναγνώρισης μέσα από βραβεία και διακρίσεις. Πώς θα έκρινες εκ των υστέρων το πρώτο σου μυθιστόρημα; Γραμμένο μέσα στο γενικότερο κλίμα της Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης, «ακούστηκε» νομίζω, και επειδή η Ελλάδα ήταν το 2001 η τιμώμενη χώρα. Ο εκδοτικός οίκος Alexander Fest Verlag το 2001 εξέδωσε τότε τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδιά, ένα εμβληματικό κείμενο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ένα αποσπασματικό, ναυτικό μυθιστόρημα του μοντερνισμού, και το μυθιστόρημά σου, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2002. Θα συμφωνούσες ότι το βιβλίο σου αυτό με τη συγκεκριμένη θεματική, με άλλα λόγια το ελληνικό σου κομμάτι, σου άνοιξαν το δρόμο για τη λογοτεχνία;

Αντρέας Σέφερ: Ήταν το πρώτο μου βιβλίο και αφηγείται μια ελληνoγερμανική οικογενειακή ιστορία, περιέχει δηλ. αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όφειλα να περάσω πρώτα μέσα από αυτό το αυτοβιογραφικό υλικό, προκειμένου να μπορέσω στη συνέχεια να πραγματεύομαι πιο ελεύθερα τους ήρωες και τα θέματά μου. Υπό αυτή την έννοια, αντιπροσωπεύει για μένα την πύλη που με οδήγησε στον απροσμέτρητο χώρο της λογοτεχνίας. Εξυπακούεται ότι θα είχα γράψει το «Στο δρόμο προς τη Μεσσαρά» ακόμα κι αν η Ελλάδα δεν ήταν η τιμώμενη χώρα της έκθεσης.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Γιατί στο πρώτο σου βιβλίο υπάρχει η ρητή επισήμανση, σε θέση μότο σχεδόν, μπροστά από το πρώτο κεφάλαιο, πως «όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ζώντα ή τεθνεώτα καθώς και με πραγματικά γεγονότα είναι συμπτωματική»; Θα υπήρχε περίπτωση να σκεφτεί κανείς ότι ο αφηγητής είναι ο Αντρέας Σέφερ και η μητέρα είναι η πραγματική μητέρα του Αντρέας Σέφερ και ο παππούς ο πραγματικός παππούς του Αντρέας Σέφερ; Μήπως τελικά αυτό το βιβλίο ήταν και για σένα μια «θεραπεία αναμνήσεων»;

Αντρέας Σέφερ: Λόγω των αυτοβιογραφικών εν μέρει αναφορών του βιβλίου, έκρινα μάλλον σκόπιμο εκείνη την εποχή να συμπεριλάβω αυτή την υπόμνηση στη μυθοπλασία. Θυμάμαι ότι όταν τέλειωσα το μυθιστόρημα, ξύπνησα μια νύχτα με το αίσθημα ότι έπρεπε να πηδήξω μέσα από ένα φλεγόμενο στεφάνι. Ήταν ο δακτύλιος της προδοσίας. Λέγοντας προδοσία δεν εννοώ ότι είχα περιγράψει κάποιους πραγματικούς χαρακτήρες με τρόπο άδικο ή δυσφημιστικό. H ίδια η πράξη της γραφής, το γεγονός ότι χρησιμοποιείς τη ζωή σου ως υλικό λογοτεχνίας, έχει κάτι το σκανδαλώδες. Ο Πέτερ Χάντκε είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξη: «Απαγορεύεται το γράψιμο». Η δημοσιογράφος δεν κατάλαβε, μάλλον δεν είχε γράψει ποτέ της. Εγώ κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε. Παίρνεις ένα κομμμάτι της πραγματικότητας και το μεταποιείς. Ακόμα κι αν πράττεις -όπως ευελπιστείς πάντα- στο όνομα μιας ανώτερης αλήθειας, διαρρηγνύεις τον ιερό ιστό της πραγματικότητας, θίγεις ένα ταμπού. Αυτή η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη για μένα εκείνη την εποχή – και γι’ αυτό λίγο τρομακτική.

buchcover roman andreas schaefer wir vier

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Χρήστο, «Η θεραπεία των αναμνήσεων», ήδη με τον τίτλο σου μας εισάγεις σε δύο μεγάλα θέματα: Η θεραπεία προϋποθέτει μια οδύνη, ενώ αντίστοιχα η μνήμη προϋποθέτει τη λήθη. Ο λόγος για έναν επώδυνο χωρισμό, μια προβληματική παιδική ηλικία, μια κρίση πανικού κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας ανάγνωσης, μια δύσκολη σχέση πατέρα-γιου. Ο κεντρικός σου ήρωας είναι ένας Αμερικανός κωμικός και συγγραφέας με ελληνο-ιρλανδική καταγωγή και μεταναστευτικό μπακράουντ. Ποια οδύνη και ποια θεραπεία πραγματεύεσαι στο μυθιστόρημά σου;

Χρήστος Αστερίου: Η θεραπεία για την οποία γίνεται λόγος στον τίτλο είναι πραγματική και αφορά ασθενείς με Alzheimer. Πρόκειται για μια μη φαρμακευτική θεραπεία κατά την οποία οι ασθενείς οδηγούνται σε δωμάτια γεμάτα αντικείμενα από την εποχή της νιότης τους. Ακούνε τραγούδια της εποχής τους, βλέπουν ειδήσεις από το μακρινό παρελθόν, διαβάζουν περιοδικά που διάβαζαν νέοι. Έχει αποδειχθεί πως με την συγκεκριμένη μέθοδο ενεργοποιείται η μνήμη τους. Στο βιβλίο ο τίτλος παραπέμπει και στην προβληματική σχέση ενός κωμικού με τον Έλληνα μετανάστη πατέρα του, στις αναμνήσεις ενός δύσκολου παρελθόντος που πρέπει να «θεραπευτούν».

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Χρήστο, πέρασες έξι μήνες στη Νέα Υόρκη με μια υποτροφία εργασίας και πραγματοποίησες έρευνες για το μυθιστόρημά σου σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Νέας Υόρκης, όπου η παρουσία του ελληνικού στοιχείου είναι έντονη – δεν πρόκειται όμως για την Astoria, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για το Washington Heights, εκεί που γεννήθηκε και η Μαρία Κάλλας. Το μυθιστόρημά σου «Η θεραπεία των αναμνήσεων» εκτυλίσσεται σε δύο χρονικά επίπεδα, το 2015 και το 1958, ενώ διαδραματίζεται κατά τα δύο τρίτα στις Ηνωμένες Πολιτείες και κατά το ένα τρίτο στην Αθήνα.

Στο πρώτο σου βιβλίο «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη. Μια αληθινή ιστορία», ένας Έλληνας ζωγράφος που ειχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία επιστρέφει στην γενέτειρά του, την Αθήνα, αναζητώντας τη χαμένη του δημιουργικότητα. Στο μυθιστόρημά σου «Ίσλα Μπόα», που διαδραματίζεται σε ένα απομακρυσμένο νησί όπου γυρίζεται ένα τηλεοπτικό σώου, υπάρχει ανάμεσα στους δέκα συμμετέχοντες και μια Ελληνίδα.

Θέλω να πω μ’ αυτό ότι χρησιμοποιείς στα βιβλία σου την ελληνικότητα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ποτέ δεν βρισκόμαστε, για παράδειγμα, από την αρχή μέχρι το τέλος στην Ελλάδα, με Έλληνες πρωταγωνιστές σε αμιγώς ευρωπαϊκό-ελληνικό πλαίσιο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το εξής: Πώς δημιουργείς και πώς χτίζεις τους κεντρικούς χαρακτήρες σου; Ποιες είναι οι ρωγμές που κινούν το ενδιαφέρον σου; Και πώς επιλέγεις στη συνέχεια την αφηγηματική φόρμα, μέσα στην οποία θα διοχετευτούν όλα αυτά τα στοιχεία; Πώς διαφοροποιείς τους αφηγηματικούς χαρακτήρες, τις φωνές, τις διαφορετικές οπτικές;

Χρήστος Αστερίου: Με ενδιαφέρει η εικόνα του Έλληνα που είτε βρίσκεται σε ξένο έδαφος (ως μετανάστης για παράδειγμα) ή σε περιβάλλον όπου καλείται να επιβιώσει μαζί με άλλες εθνικότητες όπως στο μυθιστόρημά μου «Ίσλα Μπόα». Στην «Θεραπεία των Αναμνήσεων» κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ένας πρώην stand up κωμικός και νυν συγγραφέας κωμικής λογοτεχνίας. Χρησιμοποίησα δύο πρότυπα για να πλάσω την φιγούρα του, τους εξαιρετικά επιτυχημένους Αμερικανούς ελληνικής καταγωγής David Sedaris και Zach Galifianakis.

Ως λάτρης των Εβραίων stand up κωμικών επέλεξα να τοποθετήσω την δράση στην Νέα Υόρκη. Εκεί με ώθησε και το θέμα του βιβλίου που είναι το χιούμορ, η μετανάστευση, η αναζήτηση ταυτότητας. Στην πορεία αλλάζω αφηγηματικό ύφος επιλέγοντας κάθε φορά αυτό που εξυπηρετεί περισσότερο την αφήγηση. Το πρώτο μέρος είναι πιο ελαφρύ, περιέχει ένα είδος θεατρικού μονόπρακτου και μια συνέντευξη, το δεύτερο είναι το κλασσικό, ευθύ ύφος των Memoiren ενώ το τρίτο είναι πιο γρήγορο και έχει κάτι από αστυνομική λογοτεχνία.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Αναπόφευκτα θα περάσουμε στο θέμα της «κρίσης», μιλώ κυρίως για την οικονομική και την προσφυγική: Ο Ανδρέας είχε την τύχη να δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο το 2002, πολύ πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση. Στα «Πρόσωπα» που κυκλοφόρησαν το 2013 καταπιάνεται με αυτό το θέμα με πολύ λεπτό και υποβλητικό τρόπο. Στο οπισθόφυλλο του «Ίσλα Μπόα» του Χρήστου διαβάζουμε ένα κρυπτικό σχετικά σχόλιο: «Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, έμμεσο πολιτικό σχόλιο για τον μοντέρνο ανθρωπισμό και τις «παράπλευρες απώλειες», με φόντο την οικονομική -και όχι μόνο- κρίση.»

Θεωρείτε ότι η οικονομική και η προσφυγική κρίση αποτελούν εμπόδιο για τη λογοτεχνία ή ανοίγουν τις πόρτες ελκύοντας το ενδιαφέρον των εκδοτών;

Αντρέας Σέφερ: Δεν θεωρούμαι «Έλληνας συγγραφέας», και ως εκ τούτου οι Γερμανοί εκδότες δεν αναμένουν από εμένα «ελληνικά θέματα». Επομένως η απάντηση είναι: όχι.

Χρήστος Αστερίου: Με απωθεί η στρατευμένη λογοτεχνία και τα βιβλία που γράφονται κατά την διάρκεια κρίσεων με συγκεκριμένο σκοπό. Γι’ αυτό τον λόγο ήμουν αρκετά επιφυλακτικός με όσους έσπευσαν στην Λέσβο για να καλύψουν την μεταναστευτική κρίση και δημοσίευσαν γρήγορα μυθιστορήματα με Σύριους ήρωες. Στον πυρήνα των βιβλίων μου βρίσκονται πάντοτε άνθρωποι σε κρίση: προσωπική, καλλιτεχνική, οικογενειακή. Όμως ποτέ δεν ξεκινάω να γράψω για να προλάβω την επικαιρότητα. Το «Ίσλα Μπόα» για παράδειγμα, μια αλληγορία για τις δυνατότητες συνύπαρξης στο παγκόσμιο χωριό, άρχισε να γράφεται πριν ξεσπάσει η ελληνική οικονομική κρίση.

zwei maenner
Χρήστος Αστερίου, Αντρέας Σέφερ, ©Παναγιώτης Πασχαλίδης

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Στα προκαταρκτικά της συζήτησης έγινε λόγος για την ασφυκτική ατμόσφαιρα της (ελληνικής) οικογένειας. Στο τελευταίο βιβλίο του Χρήστου εντόπισα μια ρήση του κεντρικού ήρωα που το επιβεβαιώνει: «Τα παιδικά μου χρόνια σημαδεύτηκαν έκτοτε από νευρώσεις που αναπτύχθηκαν σαν μύκητες στο θερμοκήπιο της οικογένειας.» Θα μπορούσα να πω γενικά, Χρήστο, ότι στον ήρωά σου βλέπω μπροστά μου έναν Γούντι Άλεν με τις νευρώσεις του, τη δυσλεξία και την υποχονδρίασή του.

Ο Αντρέας γράφει στα βιβλία του για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη σχέση μητέρας-γιου, ανδρών-γυναικών, πατέρα-κόρης, αδελφών, για την απώλεια ενός παιδιού και την απώλεια ενός συντρόφου. Ο Χρήστος γράφει στη «Θεραπεία των αναμνήσεων» για τη σχέση πατέρα-γιου και το τέλος μιας σχέσης αλλά και την αρχή ενός νέου έρωτα με όλους τους φόβους και τις επιφυλάξεις που αυτός ενέχει.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια ελληνική και μια γερμανική οικογενειακή συγκυρία ή -ας πούμε- στη συγκυρία των συναισθημάτων και πώς επηρεάζει τη συγγραφή;

Αντρέας Σέφερ: Αυτή είναι μια ερώτηση για την οποία είτε δεν υπάρχει καμία απάντηση είτε η απάντηση θα είχε μυθιστορηματική έκταση. Στο πλαίσιο μιας συνέντευξης υπάρχει ο κίνδυνος να πέσει κανείς στην παγίδα των στερεοτύπων, όπως για παράδειγμα εκείνο της χειριστικής μητέρας, η οποία υποτίθεται ότι παίζει κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στην ελληνική, αλλά εν γένει στις οικογένειες του Νότου. Ένας Έλληνας φίλος είχε πει κάποτε κάτι πολύ δραστικό σχετικά: Η χειραγώγηση και η βία είναι μεν πιο κυρίαρχες στις ελληνικές οικογένειες, είπε, αλλά δεν οδηγούν σε σεξουαλική κακοποίηση – εν αντιθέσει με μια γερμανική δυσλειτουργική οικογένεια. Όχι, το θέμα είναι πραγματικά πολύ ευρύ, και ευαίσθητο.

Χρήστος Αστερίου: Η οικογένεια είναι ένα είδος θερμοκηπίου μέσα στο οποίο ζουν και αναπτύσσονται τα μέλη της. Αλλά αποδεικνύεται φυλακή και άλλοτε ιδανικό περιβάλλον για να αναπτυχθεί η προσωπικότητα των ηρώων ενός βιβλίου. Η ρήση του Τολστόι συνεχίζει πάντως να ισχύει στο ακέραιο: οι δυστυχισμένες οικογένειες έχουν περισσότερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον – ανεξάρτητα αν αυτές είναι γερμανικές, ελληνικές ή οτιδήποτε άλλο.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Θα ήθελα να σχολιάσουμε λίγο τα εξώφυλλα των βιβλίων σας. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι έχουμε εικόνες με ελάχιστο κείμενο (τίτλος και όνομα του συγγραφέα), πράγμα ασυνήθιστο για το μυθιστορηματικό είδος. Η εικόνα του εξωφύλλου ανοίγει επίσης πεδία συνειρμών. «Η θεραπεία των αναμνήσεων» δείχνει μια κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων. Αυτή η φωτογραφία παίζει επίσης ρόλο στο βιβλίο σου. Πώς οδηγήθηκες σ’ αυτήν, Χρήστο; Υποθέτω ότι πρώτα την ανακάλυψες και μετά αποφάσισες να την ενσωματώσεις στο βιβλίο σου, σωστά;

buchcover therapie der erinnerungen

Χρήστος Αστερίου: Ψάχνοντας υλικό για το μυθιστόρημα βρέθηκα το 2015 στο Institute of Jazz Studies του πανεπιστημίου Rutgers στο Newark, New Jersey. Εκεί βρήκα σ’ ένα συγκεκριμένο αρχείο φωτογραφίες από την λεγόμενη περιοδεία των Jazz Ambassadors και συγκεκριμένα από τις συναυλίες του Dizzy Gillespie στην Αθήνα. Η δράση στο τρίτο μέρος του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τον Πειραιά, την jazz που έπαιζαν οι Αμερικανοί του 6ου στόλου αλλά και από αυτή την συγκεκριμένη συναυλία που έδωσε ο Gillespie για τους Έλληνες φοιτητές στο θέατρο Rex. Κατάφερα να βρω το γιο του Αμερικανού δημοσιογράφου που τράβηξε την φωτογραφία από την σκηνή του θεάτρου, να πάρω τα δικαιώματα και να την βάλω στο εξώφυλλο του βιβλίου.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: «Στο δρόμο προς τη Μεσσαρά» η φωτογραφία του εξωφύλλου παραπέμπει στον ευρωπαϊκό νότο, η Μεσσαρά θα μπορούσε να είναι κι ένα μέρος στην Ιταλία ή την Ισπανία, σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει Ακρόπολη, δεν απεικονίζει δηλαδή τίποτα αμιγώς ελληνικό. Στο εξώφυλλο του βιβλίου «Πρόσωπα» βλέπουμε ένα τμήμα από το κατάστρωμα ενός φεριμπότ, απ’ όπου ξεκινά και η πλοκή του μυθιστορήματος. Πολλοί αναγνώστες πιστεύουν ότι οι συγγραφείς ή οι μεταφραστές ασκούν επιρροή στον τίτλο ενός μυθιστορήματος ή στο εξώφυλλο. Ποια είναι η δική σας εμπειρία σχετικά;

buchcover andreas schaefer messara

Αντρέας Σέφερ: Η δική μου εμπειρία με έχει διδάξει ότι ως συγγραφέας έχεις το δικαίωμα να ασκήσεις βέτο. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα που μιλά για τη μοίρα ενός σπιτιού στο Dahlem του Βερολίνου, δεν μου άρεσαν καθόλου τα πρώτα σχέδια εξωφύλλου. Ο εκδοτικός οίκος Ντυμόν αντέδρασε άψογα. Μου τηλεφώνησε η εκδότρια και σκεφτήκαμε από κοινού ποια κατεύθυνση θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε αντ’ αυτού και με την ευκαιρία ξανασυζητήσαμε και το θέμα του τίτλου. Το τελικό αποτέλεσμα μάς ικανοποίησε όλους.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Μια σύντομη ερώτηση σχετικά με το βιοποριστικό σας επάγγελμα – ο ένας ασχολείται με τη δημοσιογραφία και ο άλλος με τη διδασκαλία. Πώς συνδυάζετε το βιοπορισμό με το γράψιμο; Απαιτεί η συγγραφή καθημερινή πειθαρχία ή κάνετε ανα καιρούς παύσεις προκειμένου να της αφιερωθείτε ή επιδιώκετε εντέλει έναν συνδυασμό των δύο; Ποιος είναι ο χώρος εργασίας σας;

Αντρέας Σέφερ: Ο κανόνας λέει: Το πρωινό ανήκει στη λογοτεχνία. Εργάζομαι επίσης ως σύμβουλος δημιουργικής γραφής και αυτή η δραστηριότητα συνδυάζεται εύκολα με το γράψιμο. Αλλά δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαίρεση. Όταν πρέπει να ολοκληρώσω ραδιοφωνικές εκπομπές μεγάλης διάρκειας ή άρθρα με προθεσμία παράδοσης, μπορεί το γράψιμο να μετατεθεί και προς το απόγευμα για λίγες μέρες – ή και να διακοπεί εντελώς.

Χρήστος Αστερίου: Η συγγραφή είναι μια full time δουλειά, απαιτεί μεγάλες προσωπικές θυσίες. Πάνω απ’ όλα απαιτεί χρόνο, μια πραγματική πολυτέλεια στην εποχή που ζούμε. Είμαι πολύ τυχερός από αυτή την άποψη που μπορώ να συνδυάζω την διδασκαλία με την συγγραφή. Έχοντας περάσει μερικά καταστροφικά χρόνια ως εργαζόμενος στην τράπεζα εκτιμώ και το παραμικρό δευτερόλεπτο που μου χαρίζεται. Γράφω πάντοτε πρωινές ώρες και εκμεταλλεύομαι τις μέρες που οι παραδόσεις είναι απογευματινές. Γράφω επίσης μόνο στο γραφείο του σπιτιού μου.

Μιχαέλα Πρίντσινγκερ: Ο Χρήστος αναφέρθηκε κάποτε στο αντιθετικό ζεύγος «φλεγματικός» και «δραματικός», για να περιγράψει τον τρόπο της γραφής του. Αντρέας, εσύ θα περιέγραφες τη δική σου γραφή ως φλεγματική ή ως δραματική; Ή μήπως θα έπρεπε να αφήσουμε πρώτα το Χρήστο να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί …

Χρήστος Αστερίου: Η ελληνική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από υπερβολικό πάθος και πολύ συχνά από αφόρητη σοβαρότητα. Με τον όρο «φλέγμα» εννοώ την απόσταση που απαιτείται για να πεις μια ιστορία από την σκοπιά του ψύχραιμου παρατηρητή. Αυτή η οπτική γωνία σχετίζεται με την ειρωνεία και το πνευματώδες χιούμορ στο οποίο αναφέρθηκα πιο πριν. Συναντάμε δυστυχώς πολλούς παθιασμένους ήρωες αλλά ελάχιστους cool χαρακτήρες στα ελληνικά βιβλία. Ελπίζω, ωστόσο, πως αυτό θα αλλάξει.

Αντρέας Σέφερ: Αν και καταλαβαίνω, τι θέλει να πει ο Χρήστος, πρέπει να διαφωνήσω. Τα βιβλία του είναι πνευματώδη και γεμάτα χιούμορ. Αυτό απαιτεί ευρύ και σπινθηροβόλο πνεύμα – το αντίθετο του φλεγματικού.

Συνέντευξη: Χρήστος Αστερίου/Andreas Schäfer/Michaela Prinzinger. Φωτογραφίες: Παναγιώτης Πασχαλίδης. Μετάφραση: Έλενα Παλλαντζά.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε