Λες να υπάρχει ένας παράδεισος, Σιμόν;

Ποιήματα της Birgit Kreipe και της Βασιλείας Οικονόμου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Διαβάστε παράλληλα με την ηλεκτρονική έκδοση του φεστιβάλ ποίησης «poesiefestival berlin 2020» και ποιήματα της Birgit Kreipe και της Βασιλείας Οικονόμου σε μετάφραση της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου. Στις 8 Ιουνίου, 5:30 μ.μ., μπορείτε να γνωρίσετε σε μια διαδικτυακή εκδήλωση της σειράς «Lesungen im Buchengarten» δύο μεταφράστριες και δύο ποιήτριες, ανάμεσά τους και τις Birgit Kreipe και Μαρίνα Αγαθαγγελίδου. Οι μεταφράσεις είχαν γίνει για τις τρείς εκδηλώσεις λογοτεχνικής ανάγνωσης «Greek Writers@Berlin», που είχε διοργανώσει το φθινόπωρο του 2019 ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Diablog Vision e. V.

Οι δυο ποιήτριες συναντιούνται στο Kreuzberg. Η Αθηναία αναρωτιέται, τι μένει από την αφαίρεση, την αριθμητική και την εικαστική (Subtraktion – Abstraktion). Η Βερολινέζα αναρωτιέται αν η γλώσσα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας μπορεί να μετατραπεί σε αλληγορίες του σώματος ή των δέντρων. Η τελευταία της ποιητική συλλογή ονομάζεται «Soma» (Σώμα).

Η Βασιλεία Οικονόμου κάνει τις καθημερινότητες φιλοσοφικές αλληγορίες, στην Birgit Kreipe τα άλογα γίνονται σύννεφα και η Δάφνη γίνεται κορίτσι-σημύδα. Η δραστηριότητά της ως ψυχοθεραπεύτρια αφήνει ίχνη στη γλώσσα και στη σκέψη.

Και οι δύο αποστάζουν την πραγματικότητα μέχρι να μείνει μια τελευταία, κρυστάλλινη σταγόνα, και στις δύο τα συναισθήματα πήζουν σε νοητικές εικόνες. Και οι δύο μας βάζουν γρίφους.

Birgit Kreipe, ©Renate von Mangoldt

Η Birgit Kreipe γεννήθηκε στο Hildesheim, σπούδασε ψυχολογία και γερμανική φιλολογία. Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Τα ποιήματά της δημοσιεύτηκαν τελευταία στις συλλογές «Spitzen. Fanbook. Hall of Fame.» (Suhrkamp, 2018), «Aus Mangel an Beweisen» (Wunderhorn, 2018) και «Jahrbuch der Lyrik» (2019). Τα ποιήματά της τιμήθηκαν μ.τ.α. και το 2014 με το βραβείο Irseer Pegasus. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί οι συλλογές της «wenn ich wind sage, seid ihr weg» (fixpoetry, 2010), «schönheitsfarm» (Verlagshaus J. Frank, Berlin 2012) και «SOMA. Gedichte» (kookbooks, Berlin, 2016).

δάφνη (εξέλιξη των φυγάδων)

                                  (με την Francesca Woodman, δάφνη)

3

ούτε σκέψη για τον γυρισμό. αναρρόφηση, σαν άνεμος
η συνείδησή σου μέσα σε κύκλους, θραύσματα, θέλεις
να ξανασηκωθείς, είσαι αποσυνδεδεμένη
και γενικά ποιος περπατά εκεί, περπατά σαν να ‘χει χάσει το μυαλό του.

κορδόνια, που μπλέκονται, αθλητικά παπούτσια αιωρούνται
σε κλαδιά, ρίζες. ο άνεμος ως διώκτης, πενταμελής
σε σταματά με το ένα χέρι
κίνησες να πας στη χώρα των λεμονιών; νιώσε πως μεγαλώνεις –

μόνο ένα τρέμουλο των πάνω φύλλων, σαν μουρμουρητό
στον ύπνο. ύστερα ο αέρας βυθίζεται και πάλι
όπως ατονούν οι μύες, τρύπα, μέσα απ’ την οποία εκρέει

άσπρο των ματιών, τόσο δα μικρό, φτερουγίζοντας, από κλαδί σε κλαδί
– αυτός λοιπόν ήταν ο φόβος σου. δεν θα
επανορθώσεις – όλα τα ενδιάμεσα όντα είναι νεκροί

ημίνεκροι, σιμώνουν, θέλουν το καλό σου.
σ’ αγγίζουν σχεδόν.
τα χέρια δεν τα νιώθεις πια, οι φτέρες σε γαργαλάνε
ο σπόνδυλος της σημύδας. ο φλοιός σε σφίγγει.

αχυρώνας, μ’ ένα σανίδι της σύλβια πλαθ

από το περασμένο φθινόπωρο φυτρώνουν μαύροι αχυρώνες
γύρω απ’ το σπίτι μας. στην πρωινή ομίχλη αναχωρούν
οι ενοικιαστές τους, γάτες, αναμαλλιασμένα ποντίκια.
μυρίζουν σαν αλλοτινοί καπνιστές.

είναι παλιά φαντάσματα της ερυσίβης!
εσύ λες: απλώς ερεθισμοί του αέρα
όπως νυχτερίδες ή σκέψεις
παράγονται από πολύ υψηλούς τόνους στ’ αυτί.

κι εγώ μεγαλώνω προς τα πίσω. είμαι πάλι μικρή.
μαθαίνω τώρα μόλις να ξεχωρίζω
το κόκκινο από το μαύρο τριφύλλι.
γιατί ο σωρός της σβησμένου ασβέστου καλύπτεται από βρύα;
πασχαλίτσες. νεκροφόροι. τα σκαθάρια τρέχουν.
σκέφτομαι: σύντομα θα έχουν χρόνο και για μένα.

σήμερα ήρθε η σοδειά, άχυρα σαν καλοχτενισμένα μαλλιά
και σάκοι αζώτου. η γάτα οπισθοχωρεί χωλαίνοντας, εξαντλημένη σαν βετεράνος
τα τελευταία λουλούδια τρεμοπαίζουν και σβήνουν.
το σκοτάδι βόσκει ήδη, μαύρο ζώο με μαύρα κέρατα
ακούς το ποδοβολητό;

η βροχή θρηνεί όλη νύχτα
μέσα από μεταλλικές υδρορροές γλιστρούν οι ώρες.
οι κουκουβάγιες πετούν ξυστά γύρω απ’ το σπίτι σαν ανακοινωθέν
κι εγώ περιμένω τη μικρή μέρα να ξεμυτίσει απ’ την κρυψώνα της
να κάτσει δίπλα μου με τις κόκκινες λυχνίδες της, γάλα και ζάχαρη
με τα σκυλιά φύλακές της, που είναι δυνατά σαν αρκούδες.

Βασιλεία Οικονόμου, ©Sophie Lochet

Η Βασιλεία Οικονόμου γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα, 2017-2019 έζησε στο Βερολίνο. Ήδη η πρώτη της ποιητική συλλογή (Γκοβόστης, 2015) προτάθηκε για δύο διακεκριμένα βραβεία νεοεμφανιζόμενων ποιητών. Τα κείμενά της αντικατοπτρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και τα συναισθήματα, την αντιπαράθεση με την παράδοση και το περιβάλλον διαβίωσής της στο Βερολίνο. Έχουν εκδοθεί οι προσωπικές ανθολογίες της «To υπόλοιπο της αφαίρεσης» (Γκοβόστης, Αθήνα 2015) και «Εφήμερα Ζώα» (Θράκα, Λάρισα 2019).

Σιμόν

μάζεψε την ποδιά
άσε τα πιάτα βρεγμένα
Δεν θέλω τίποτα στεγνό
σ’ένα δωμάτιο μαζί σου

Έλα να δούμε αγκαλιά
τα πλοία που βυθίζονται στο νεροχύτη
Τα μικρά νεκρά μας ψάρια
έτσι οπως συνωστίζονται
στο σιφόνι

Λες να υπάρχει ένας παράδεισος, Σιμόν;
Κάτω απο τις τρυπούλες
του μετάλλου
΄Ενας παράδεισος γεμάτος σαπουνάδες
κι απορρυπαντικά
με άρωμα μήλου

Κι ίσως καθάριζα μια και καλή, Σιμόν
αν γλιστρούσα κι εγώ με τα ψάρια
Αν καβαλούσα ένα καράβι
και ονόμαζα δική μου
την υπόγεια αυτή πόλη

Σκέψου Σιμόν, ο καφές που έφτιαχνες
όσο εγώ βιαζόμουν να φύγω
να επιστρέφει κολυμπώντας σ’ εμάς
μ’όλη του την πικρή θαλπωρή

Α Σιμόν όλα
-κι ίσως κι εγώ-
αξίζουν κάποτε
μια δεύτερη
ευκαιρία

Καθρέφτες

Ο κρότος επανέρχεται
Τα χέρια δεν αναπαύονται στις σταθερές
Έχω χάσει κάθε γλυκιά διαφορά
Όλα απέμειναν μια μορφή
Κορμί
Τραπέζι
Φωνή
Με ακίνδυνο σχήμα
Mε πρόσωπο αδιάφορο
Το ξέρω
δεν ήμουν ποτέ
αυτό που ζήτησες απ’ τον καθρέφτη σου
Είναι αλήθεια όμως
ήσουν όμορφη
μα το κατάλαβες απ’ τις φωτογραφίες
Κι έκλαψες κι είπες
πως είναι αργά πια.

Όμως ο χρόνος
έχει δυο μάτια μόνα
να τον κοιτούν ολόκληρο
κι απαντάει
Τρεις
είναι αργά η βραδιά
κι απαντάει
Τρεις
είναι νωρίς το πρωί
Μα εσύ δεν αγαπάς τα σχετικά
Χρειάζεσαι δοχεία να
καταλάβεις το νερό

Τρεις
το παράθυρο γίνεται τετράγωνο
κι ο κόσμος μου περιορίζεται σε κύβους ζάχαρης
βουτηγμένους σε λογής
δηλητήρια συντήρησης
Κι αναρωτιέμαι πίνοντας καφέ
μπορεί κανείς να δραπετεύσει
απ’ το παιδικό του δωμάτιο;
Κι η φωνή σου γυρίζει στους διαδρόμους

«Έλα»
Και μ’ αγαπάς
σα να ‘μαι κάποια άλλη
Κι απόψε
ανέβηκα απ’ τις σκάλες να σε βρω
γιατί προχθές το ασανσέρ με πήρε ψηλά
κι αυτή η φυγή πάντα κάπου παραμόνευε
Μα δεν αντέχω ακόμα
Ψηλότερα από εκεί που θα με βλέπεις
Ψηλότερα από εκεί που θα σε βλέπω κι εγώ

Τώρα απέμεινε
μια φωνή
μια τρύπα στο σεντόνι
ένα κορμί
Καθορισμένα σχήματα
να κουβαλάνε μιαν ακαθόριστη έλλειψη
που περιμένω να ξεστομίσεις
για να μπορέσω
να σηκωθώ.

  • zwei Frauen bei Lesung
    Greek Writers@Berlin I, Marina Agathangelidou, Birgit Kreipe, ©Panagiotis Paschalidis

Η Μαρίνα Αγαθαγγελίδου γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα και από το 2010 ζει στο Βερολίνο. Σπούδασε θεατρολογία και λογοτεχνική μετάφραση στην Αθήνα και έκανε διδακτορικό στο Ινστιτούτο Θεατρολογίας του Freie Universität Berlin. Εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια και μεταφράζει από και προς τα γερμανικά. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, έργα της Τερέζια Μόρα και του Γκέρχαρντ Φάλκνερ στα ελληνικά. Επιπλέον, έχει δημοσιεύσει ποιήματα, δοκίμια, καθώς και λογοτεχνικές και θεατρικές κριτικές στα ελληνικά και στα γερμανικά. Είναι μέλος της ελληνογερμανικής κριτικής επιτροπής (2019-2020) του προγράμματος επιχορήγησης μεταφράσεων Litrix.de/German Literature Online του Ινστιτούτου Γκαίτε.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε