Μετονομασίες: Αξίζει μόνο η αρχαιότητα;

Επιτόπου με τον Christian Gonsa, ιστορικό και δημοσιογράφο

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η ιστορία της Ελλάδας χάνεται στους αιώνες. Τι μπορεί να έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας; Υπό κανονικές συνθήκες: τα τοπωνύμια. Αλλά αυτά έχουν αλλάξει άρδην. Η σύγχρονη Ελλάδα παραμένει προσκολλημένη στην αρχαιότητα, τα ενδιάμεσα σβήστηκαν σε μεγάλη κλίμακα. Ο ιστορικός και δημοσιογράφος Christian Gonsa, ο οποίος ζει στην Αθήνα, αναζητά για το diablog.eu παλιά τοπωνύμια.

Μια μέρα θέλησα να επισκεφθώ το πεδίο της μάχης των Πλαταιών. Πήρα το λεωφορείο για τη Θήβα και από εκεί ένα ταξί για να πάω στο κοντινό πεδίο της μάχης κάπου στους βοιωτικούς λόφους. Ο δρόμος κατέβαινε απαλά από τη Θήβα προς τον Ασωπό, πλαισιωμένος από αποθήκες, βιοτεχνίες και μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα. Στην αρχαιότητα ο ποταμός ήταν το φυσικό όριο μεταξύ Θηβών και της αντιπάλου πόλης των Πλαταιών. Στο σημερινό τοπίο από τον δρόμο φαίνεται μόνο σαν μια λεπτή γραμμή από δέντρα. Με τη δεύτερη ματιά θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως κοίτη του ποταμού. Σήμερα περνάμε σχεδόν ασυνείδητα πάνω από τον Ασωπό. Ο Δημήτρης, ο οδηγός του ταξί, αναπολεί τη νιότη του, όταν πήγαινε στο κυνήγι της πάπιας στην ελώδη περιοχή του ποταμού. Κουβεντιάζοντας περάσουμε μάλλον και από τον αγωγό του Μόρνου που πηγαίνει πόσιμο νερό από τα βουνά της Κεντρικής Ελλάδας στην Αττική. Δεν τον πρόσεξα γιατί επικεντρώθηκα στη μορφολογία του εδάφους μπροστά μου, ώστε να σχηματίσω μια ιδέα για το σημείο, όπου μπορεί να είχαν διασχίσει τον ποταμό οι Πέρσες όταν βάδιζαν κατά των ελληνικών δυνάμεων. Εμείς τώρα βρεθήκαμε, ερχόμενοι από τον βορρά, στους λόφους των Ερυθρών. Ο Δημήτρης άρχισε να μου μιλά για τα «Αρβανιτοχώρια»: εδώ στην περιοχή οι περισσότεροι οικισμοί έχουν δύο ονόματα, όπως Κρυεκούκι-Ερυθρές, Κόκλα-Πλαταιές. Υπάρχουν πολλά ακόμα ονόματα που θα έπρεπε να συμπληρώσουμε, όπως Νταριμάρι-Στεφάνη, Παραπούγγια-Λεύκτρα, Δερβενοσάλεσι-Πύλη, Χαιρώνεια-Κόπραινα και ούτω καθεξής.

museumshof theben
Θήβα, στην αυλή του μουσείου, ©Α. Τσίγκας

Πήρα λοιπόν μια βαθειά αναπνοή και αποφάσισα να ξεχάσω τον Θουκυδίδη και να δω τις Πλαταιές όπως ήταν: εξωτερικά ένα μεγάλο, ερειπωμένο τείχος και εσωτερικά ένα απέραντο λιβάδι. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα στους πρόποδες του βουνού βρίσκεται ένα χωριό που τον 20ο αιώνα βαφτίστηκε Πλαταιές, που λεγόταν μέχρι τότε όμως Κόκλα. Κάθισα στο καφενείο και ήπια δυο κόκες. Στο καφενείο του Κόκλα κατάλαβα ότι ήταν σαν να καθόμουν σε έναν υπερυψωμένο θρόνο που δέσποζε της πεδιάδας. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκα στη λαλιά των γύρω μου στο καφενείο. Δύο γέροι μιλούσαν σε μια γλώσσα που δεν μου φάνηκε ούτε ελληνικά αλλά ούτε και αλβανικά. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν ένα μίγμα και των δύο και είχα μάλλον δίκιο – τα αρβανίτικα έχουν έντονο ελληνικό λεξιλόγιο.

Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ποια εντύπωση έκαναν τα τείχη των Πλαταιών στους προγόνους των Αρβανιτών του Κόκλα, που στα τέλη του 14ου αιώνα ή στις αρχές του 15ου έστησαν εδώ έναν χειμερινό καταυλισμό. Τα τείχη μάλλον θα ήταν υψηλότερα απ΄ ό,τι είναι σήμερα, αλλά παραμένει αβέβαιο εάν η αρχαία πόλη ήταν ακόμα κατοικημένη. Το υπερμέγεθες τείχος ήδη από τον τρίτο μεταχριστιανικό αιώνα χρησιμοποιούνταν ως νταμάρι για μια συρρικνωμένη, βιαστικά χτισμένη αμυντική θέση. Από τον 6ο μέχρι τον 9ο αιώνα δεν έχουμε καθόλου πληροφορίες. Το όνομα ωστόσο δεν άλλαξε, αν και στους επισκοπικούς καταλόγους οι Πλαταιές φέρονται ως «Πλατάνι». Στον 10ο και στον 11ο αιώνα δημιουργήθηκαν στα ερείπια της πόλης μικροί βυζαντινοί οικισμοί, πιθανώς να ήταν μια χούφτα σπιτάκια. Έχουν βρεθεί υπολείμματα εκκλησιών στην περιοχή. Οι συνοικισμοί αυτοί άραγε να κατοικούνταν τον 13ο και 14ο αιώνα κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας; Οι Γάλλοι, Καταλανοί και Ιταλοί επικεντρωνόντουσαν στα παλιά χωριά, όπου ανήγειραν όμως πύργους ως σύμβολο της ισχύος τους και ως σημείο συλλογής των επιβληθέντων φόρων. Ο πιο κοντινός πύργος βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα βόρεια των Πλαταιών με την τοπωνυμία, τι άλλο, «Πύργος» (ο Γερμανός γεωγράφος Άλφρεντ Φίλιπσον είδε ο ίδιος το χωριό αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζοντάς το ως «χωριό με πλατεία»). Η επιδημία της πανούκλας του 14ου αιώνα και η επακόλουθη μείωση των γεννήσεων δημιούργησε μεγάλα πληθυσμιακά κενά στην Ευρώπη χωρίς να εξαιρέσει τη Βοιωτία.

landschaft mit hügel
Οι βοιωτικοί λόφοι, ©Α. Τσίγκας

Όταν ο Καταλανός βασιλιάς Πέδρο Δ΄ της Αραγωνίας θέλησε περί το 1380 να προσελκύσει Αλβανούς στη Βοιωτία δίνοντάς τους φορολογικές ελαφρύνσεις, αυτοί ήταν γνωστοί ως έφιπποι πολεμιστές, με πείρα σε μάχες με σερβικές, οθωμανικές, βυζαντινές και φράγκικες δυνάμεις. Το 1425 κάλεσαν οι Ενετοί του Νεγκρεπόντε τους πολεμοχαρείς αυτούς κτηνοτρόφους να εγκατασταθούν στην επικράτειά τους, τη σημερινή Εύβοια, με τη ρητή προϋπόθεση να έρθουν «cum equibus» – μαζί με τα άλογά τους. Βυζαντινοί, Ενετοί, Καταλανοί, Γάλλοι: όλοι τους θέλησαν να ανασυστήσουν την εγκαταλελειμμένη, στοιχειωμένη από την πανούκλα ύπαιθρο, χρησιμοποιώντας τους Αλβανούς ιππείς όμως και ως μαχητές κατά των Τούρκων, που προσπαθούσαν κάθε τόσο να προελάσουν νότια. Σύντομα αυτοί οι «stradioti», όπως τους ονόμαζαν οι Ενετοί, έδρασαν και στην Πελοπόννησο: στη Ναύπακτο, στο Ναύπλιο, στη Μονεμβασιά, τη Μεθώνη και την Κορώνη.

Μεγάλη ιστορία. Αλλά τί απ΄ όλα αυτά έφτασε ως τις μέρες μας; Υπό κανονικές συνθήκες θα λέγαμε: τα τοπωνύμια. Αλλά έχουν αλλάξει. Η νεώτερη Ελλάδα έκανε μεγάλη στροφή προς την αρχαία ιστορία – και τα περισσότερα απ΄ όσα συνέβησαν στους ενδιάμεσους αιώνες σβήστηκαν.

Ορισμένοι από αυτούς τους stradioti μας είναι γνωστοί ως ηγέτες μισθοφόρων στην Ιταλία. Ο πιο γνωστός είναι ο Μερκούριος Μπούας. Υπάρχει ολόσωμη αναγεννησιακή προσωπογραφία του (που ανάγεται στον Λορέντζο Λόττο) όπου απεικονίζεται φορώντας μαύρη ιταλική ενδυμασία. Οι Αλβανοί μαχαιροβγάλτες –που για κάθε κομμένο κεφάλι εχθρού ζητούσαν ένα δουκάτο– είχαν ενταχθεί στο ελληνικό και ιταλικό τους περιβάλλον. Χάρη σε αυτούς οι ορθόδοξοι της Βενετίας πήραν την άδεια να οικοδομήσουν δικό τους ναό και να τελούν ορθόδοξη λειτουργία. Έτσι η εκκλησία αφιερώθηκε στον Άγιο Γεώργιο, προστάτη των στρατιωτών. Ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα από τα πολλά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα της Βενετίας.

löwendenkmal mit hund
Χαιρώνεια, το αρχαίο μνημείο, © Σάββας Τσιγκελίδης

Το όνομα Μπούας μας μεταφέρει από τους πολέμαρχους του 16ου αιώνα άλλα διακόσιες χρόνια πιο πίσω στους αλβανόφωνους βοσκούς των Πρεσπών, οι οποίοι στις αρχές του 14ου αιώνα διείσδυσαν νότια μέχρι την Πίνδο, εισβάλλοντας λίγο αργότερα στις πεδιάδες, τον θεσσαλικό κάμπο στα ανατολικά και την Ήπειρο στα δυτικά. Για τους σύγχρονούς τους οι νομάδες βοσκοί ήταν μια αληθινή μάστιγα κατά την κάθοδό τους στα χειμερινά βοσκοτόπια. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός αναφέρει τρεις φυλές που καταπολεμήθηκαν από τους Βυζαντινούς στη Θεσσαλία: τους Μπούα, τους Μαλακάσες και τους Μεσαρίτες. Η φυλή των Μπούα περιπλανήθηκε στα πεδινά της Ηπείρου και εισέβαλε στην Άρτα, όπου ο πολέμαρχος Γκιν Μπούα Σπάτα (στα ελληνικά: Ιωάννης/Γκίνος Μπούα Σπάτας· σπάτα σημαίνει σπάθα/σπαθί) έγινε «δεσπότης» δηλαδή άρχοντας. Η φάρα των Σπάτα ανήκε στη φυλή των Μπούα, έφεραν το όνομα αυτό ως ένδειξη της προέλευσής τους για ένα διάστημα ακόμα, παρότι σύντομα έγιναν άσπονδοι εχθροί. Οι οικογένειες που έφεραν τα ονόματα αυτά εξαφανίστηκαν, αλλά η Μαλακάσα και τα Σπάτα είναι τοπωνύμια που εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα. Όποιος ακολουθεί την εθνική οδό και μπαίνει στη Μαλακάσα (με την χρόνια κακοκαιρία της) στις βορειοανατολικές πλαγιές της Πάρνηθας, δεν μπορεί να φανταστεί ότι η ομώνυμη οικογένεια εισέβαλε πριν από επτακόσια χρόνια στον κάμπο της Θεσσαλίας και καταπολεμήθηκε αρχικά από τους Βυζαντινούς λες και ήταν η προσωποποίηση όλων των όσων φοβόντουσαν οι άνθρωποι της τότε εποχής: κόλαση, θάνατος, πανούκλα. Ποιος έχει κατά νου τον Ιωάννη Σπάτα όταν πλησιάζει με τον προαστιακό το νέο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών στα Σπάτα της Ανατολικής Αττικής;

Λίγα χρόνια αργότερα μας δίνει η σύνεση των οθωμανικών φορολογικών αρχών, οι οποίες έκαναν απογραφή των περιοχών που είχε κατακτήσει ο Σουλτάνος, μια μοναδική ευκαιρία να πλησιάσουμε τους ανθρώπους αυτούς και να τους γνωρίσουμε από κοντά. Από τα οθωμανικά μητρώα του 1466 μαθαίνουμε όχι μόνο σε ποια εθνοτική ομάδα ανήκουν, αλλά και τί παράγουν – κυρίως μαλλί προβάτου, αλλά ελάχιστα σιτηρά: πρέπει λοιπόν να φανταστούμε τον βοιωτικό κάμπο σε μεγάλο βαθμό ακαλλιέργητο. Είναι καταγραμμένα ακόμα και τα ονόματα των αρχηγών των οικογενειών, που έδιναν το όνομά τους στα χωριά της περιοχής. Το 1466 αναφέρονται τα Κόκλα, Κριεκούκι, Καπαρέλλι και Παραπούγγια, αλλά μαθαίνουμε και πολλά άλλα ονόματα και μαζί με αυτά και τα ομώνυμα χωριά: Ανδρέας Λυκούρης, Μήτρος Μπουζούρκης, Παύλος Μουζάκης, Μαρτίνος Μουζάκης, Ιωάννης/Γκίνος Μουρίκης, Νικόλας Σίρτσης, Ηλίας Ραπένδος, Γιώργης Μαυρομμάτης, Δήμος Κόκκινος κ.ο.κ. Όσα φέρουν ακόμα και σήμερα την παλιά τους ονομασία (που ακούγεται στα αυτιά μας ελληνοπρεπέστατη) όπως Μαρτίνο, Κόκκινο και Μαυρομμάτι ανάγονται σε αλβανικά οικογενειακά επώνυμα.

Fabrikgelände am Meer
Λάρυμνα (πρώην Καστρί, κοντά στο Μαρτίνο) με το εργοστάσιο του βωξίτη, ©Α. Τσίγκας

Βρήκα διασκεδαστική την ερμηνεία ορισμένων ερασιτεχνών ετυμολόγων που ανάγουν το όνομα τού χωριού Κόκλα στα πτώματα και αργότερα οστά/κόκκαλα των πεσόντων στην αρχαιότητα Περσών. Ήμουν ωστόσο πολύ δυσαρεστημένος όταν συνειδητοποίησα ότι είχαν πιθανώς, τουλάχιστον εν μέρει, δίκιο! Η λέξη προέρχεται σύμφωνα με την επικρατούσα επιστημονική άποψη πράγματι από τα «κόκκαλα», χωρίς ωστόσο αυτά να έχουν σχέση με τα περσικά οστά. Σημαίνει «σφικτός σβώλος γης» που πέρασε ως kokel – κόκλα στο αλβανικό λεξιλόγιο. Από μια τοπωνυμία βγήκε λοιπόν το όνομα καταγωγής ενός ατόμου, το οποίο με τη σειρά του έδωσε το όνομά του σε έναν τόπο σε κάποιο άλλο σημείο της γης και που έγινε στη συνέχεια επώνυμο. Υπάρχει ένα χωριό στην Αλβανία και τέσσερα στην Ελλάδα που ονομάζονται Κόκλα ή Κόκλας. Στα βενετσιάνικα αρχεία βρίσκουμε στις καταλόγους των ενόπλων stradioti το επώνυμο Coclas. Υπάρχει μέχρι τις μέρες μας. Το φέρει και ο δημοφιλής ηθοποιός Κώστας Κόκλας που κατάγεται από τη Ζάκυνθο, όπου οι stradioti είναι τεκμηριωμένοι από τον 16ο αιώνα. Προσπάθησα να φανταστώ τον σύγχρονο Κόκλα με πλούσια γενειάδα, καστόρινο καπέλο και παραγεμισμένο πανωφόρι. Τα κατάφερα δίχως άλλο.

Ένας γνήσιος Έλληνας δεν κάνει όμως τέτοιες αλόγιστες σκέψεις. Για τον λαογράφο Νικόλαο Πολίτη το επώνυμο Κόκλας δεν ήταν παρά ένα «ασήμαντο οικογενειακό όνομα». Το χωριό Κόκλα θα έπρεπε να είχε μετονομαστεί πολύ πιο νωρίς, μια και βρίσκεται πολύ κοντά στα ερείπια των ένδοξων Πλαταιών, έγραψε το 1920. Αλλά την εποχή εκείνη είχαν αρχίσει και οι ίδιοι οι Αρβανίτες να απαρνούνται τη γλώσσα τους. Θεωρούσαν τον εαυτό τους προ πολλού Έλληνες, είχαν «ελληνική συνείδηση», όπως γράφει και ο κομμουνιστής Βάσος Γεωργίου από τους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας στα απομνημονεύματά του για τους κατοίκους της τοπικής του πατρίδας – ό,τι και να σημαίνει «εθνική συνείδηση» στο πέρασμα των αιώνων. Αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να μιλούν αβίαστα για αιώνες τη γλώσσα τους. Δεν την θεωρούσαν διακριτικό γνώρισμα από τους υπόλοιπους Έλληνες, γιατί στα περισσότερα χωριά γύρω τους, στις αγροτικές κοινότητες της Αττικής και πέρα από τα βουνά της στη Βοιωτία, στα νησιά, στην Πελοπόννησο μιλιόταν η ίδια γλώσσα. Αυτό άλλαξε στις αρχές του 20ου αιώνα: «Εκείνα τα χρόνια συρρικνώθηκε η χρήση των αρβανίτικων όλο και περισσότερο, έγινε μια απομονωμένη, σχεδόν μη χρησιμοποιούμενη γλώσσα, γιατί τα περισσότερα παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν στο σχολείο και να μαθαίνουν υποχρεωτικά τα ελληνικά. Οι νέοι γονείς απαγόρευαν στα παιδιά τους να μιλούν αρβανίτικα και, τέλος, με τις παντρειές, τις δουλειές και το εμπόριο ήρθαν και εγκαταστάθηκαν άνθρωποι στον τόπο, που μιλούσαν μόνο ελληνικά.» Ο πατέρας του Βάσου Γεωργίου (γενν. το 1910) είχε απαγορεύσει κι αυτός στα παιδιά του να μιλούν αρβανίτικα.

antikes theater mit vielen Menschen
Το θέατρο της Επιδαύρου (κοντά στο Λυγουριό), ©K. Τσίγκας

Φυσικά, ούτε λόγος για την καλλιέργεια μιας μειονοτικής γλώσσας στα σχολεία. Αντίθετα, ειδικά το σχολείο ήταν το κύριο όπλο στη γλωσσική ομογενοποίηση του πληθυσμού. Από το 1909 η ελληνική κυβέρνηση έβαλε μπρος, παράλληλα με τον εξελληνισμό των πολιτών, και εξελληνίσει και τη χώρα – αλλάζοντας τα τοπωνύμια. Δημιουργήθηκε επιτροπή για την εξέτασή τους. Πρόεδρός της ήταν ο Νικόλαος Πολίτης με σπουδές στο Μόναχο και στο Έρλαγκεν. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας συνδέθηκε με την άποψη ότι τα «ξένα» ονόματα που αντικατέστησαν τα «παλιά» ήταν για τους μορφωμένους Έλληνες πατριώτες σιωπηλοί μάρτυρες εθνικής κατάρας και εθνικής ταπείνωσης. Τα βάρβαρα και κακόηχα ονόματα δεν ενοχλούσαν μόνο την αίσθηση της γλώσσας, αλλά «και παρέχουσι ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν.» Αυτό δεν ήταν μόνο μια καθυστερημένη απάντηση στην προβοκάτορα Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (το 1830 η πρώτη φράση στο βιβλίο του για την Πελοπόννησο ήταν: «Το γένος των Ελλήνων έχει εξαφανισθεί από την Ευρώπη») που ήταν της γνώμης ότι οι Φιλέλληνες και Έλληνες εθνικιστές κυνηγούσαν με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μια «χίμαιρα». Αλλά ήταν κυρίως μια απάντηση στα γειτονικά βαλκανικά έθνη, και ειδικά στους Βουλγάρους, που αξίωναν τις ίδιες περιοχές της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως οι γειτονικοί τους Έλληνες.

Όποιος αναρωτιέται γιατί η Ελλάδα επιδίωξε να αλλάξει τα τοπωνύμια, πρέπει να φέρει δίχως άλλο στον νου τον εξοντωτικό Μακεδονικό Αγώνα για την κατάκτηση της καρδιάς και της γλώσσας τής τότε οθωμανικής Μακεδονίας, που διεξάχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα μεταξύ ελληνικών και σλαβικών ανταρτών. Όταν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 και του 1913 –και μετά από τις συνθήκες ειρήνης στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου– ένα μεγάλο τμήμα αυτής της Μακεδονίας δόθηκε πράγματι στην Ελλάδα, στο σχολείο επιβαλλόταν σωματική τιμωρία στα σλαβόφωνα παιδιά όταν χρησιμοποιούσαν τη μητρική τους γλώσσα, ειδικά επί δικτατορίας Μεταξά 1936-1941. Επίσης απαγορεύτηκε η γλώσσα των Τσάμηδων, μουσουλμάνων Αλβανών της Ηπείρου. Είχε δημιουργηθεί πολιτικό ζήτημα, γιατί –σε αντίθεση με την Αρβανίτες στην Κεντρική Ελλάδα– αυτοί προσανατολίζονταν στους νέους γείτονες, το νεοσυσταθέν κράτος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας.

Ουκ ολίγα, συνολικά 1.805 «ξένα» τοπωνύμια άλλαξαν ονομασία στη Μακεδονία, 454 στην Ήπειρο, 519 στην Κεντρική Ελλάδα, συμπεριλαμβανόμενης και της Βοιωτίας. Και μόνο η αναφορά των παλιών ονομάτων επέφερε τιμωρία. Αλλά η πολύπλοκη διαδικασία των καθηγητών της Επιτροπής –μεταξύ των άλλων ο λαογράφος Πολίτης, οι αρχαιολόγοι Χρήστος Τσούντας και Παναγιώτης Καββαδίας, ο ιστορικός Δημήτρης Καμπούρογλου– δεν επέτρεπε γρήγορες αποφάσεις. Σύντομα περιορίστηκαν στην έγκριση των προτάσεων που υπέβαλαν οι τοπικοί φορείς, υπερβάλλοντες σε ζήλο δάσκαλοι, ιερείς, κρατικοί υπάλληλοι – και στα κατειλημμένα εδάφη και οι στρατιωτικοί. Τα μέλη της επιτροπής σχολίαζαν τις παράδοξες και παράταιρες προτάσεις, ο δε Καμπούρογλου τις σατίριζε. Ούτε και ο κάμπος των Πλαταιών γλίτωσε λανθασμένες ονομασίες: το Κρυεκούκι μετονομάστηκε σε Ερυθρές, που στην αρχαιότητα βρισκόταν ωστόσο πολύ πιο ανατολικά, όπως είχε ήδη διαπιστώσει και ο Βρετανός αξιωματικός και περιηγητής Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, δηλαδή στο Νταριμάρι-Δάφνη.

Μεταξύ του 1913 και του 1996 άλλαξαν στην Ελλάδα συνολικά 4.413 τοπωνύμια. Τεχνητά ονόματα δόθηκαν και αργότερα στο πλαίσιο των συγχωνεύσεων δήμων και κοινοτήτων το 1996/1997 και το 2010/2011, όταν χάθηκαν από προσώπου γης περίπου τα δύο τρίτα των κοινοτήτων. Στους μεγάλους δήμους και τις κοινότητες που δημιουργήθηκαν επιβλήθηκαν όχι σπάνια αρχαιοπρεπή και σχεδόν «αφηρημένα» τεχνητά ονόματα, για να μην οξυνθούν σε τοπικό επίπεδο και άλλο οι διενέξεις μεταξύ δήμων με τεχνητά και υφιστάμενων οικισμών με υπαρκτά ονόματα. Όποιος λοιπόν διαβάζει τις περιγραφές μεσαιωνικών και νεώτερων περιηγητών, έχει την εντύπωση ότι ταξίδευαν σε μιαν άλλη χώρα.

ortstafel ligourio
Στην είσοδο του Λυγουριού, ©Christian Gonsa

Συχνά, βέβαια, κάποιοι οικισμοί επιδίωξαν από μόνοι τους αλλαγή του ονόματός τους, θέλοντας, για παράδειγμα, να πάρουν το όνομα του κύριου αρχαιολογικού ή τουριστικού του αξιοθέατου της περιοχής τους. Σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο θα είχε γίνει και στο Λυγουριό Αργολίδας όταν είδα φτάνοντας ότι ονομαζόταν τώρα πια Ασκληπιείο, όπως το φημισμένο ιερό του Ασκληπιού στην αρχαία Επίδαυρο σε απόσταση έξι χιλιομέτρων. Αλλά η ιστορία αποδείχτηκε πολύ πιο περίπλοκη και επακόλουθο του παράλογου πείσματος της ελληνικής γραφειοκρατίας. Αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα του αυτοσκοπού λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών. Το 1997, όταν με το πρόγραμμα Καποδίστριας εισήχθηκαν τα δημοτικά διαμερίσματα, ορίστηκε ως έδρα της Κοινότητας Ασκληπιείου ο οικισμός Ασκληπιείο. Όλοι στο Λυγουριό δήλωσαν άγνοια του θέματος, δεν υπήρξε καν σχετική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ούτε γνωμοδότηση του Συμβουλίου Τοπωνυμίων του Υπουργείου Εσωτερικών – και παρ΄ όλ΄ αυτά το Λυγουριό θα μετονομαζόταν σε Ασκληπιείο, γιατί αυτό τελικά έλεγε η απόφαση της Βουλής. Έτσι αλλάχτηκαν οι πινακίδες του Λυγουριού σε «Ασκληπιείο» και άρχισε ο αγώνας των κατοίκων για την ανάκτηση του παλιού τους ονόματος. Ωστόσο, όλες οι αιτήσεις και οι αποφάσεις αρχικά αγνοήθηκαν, επειδή το Συμβούλιο Τοπωνυμίων του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο είναι αρμόδιο για την αλλαγή αυτή, δεν έλεγε να συγκροτηθεί για χρόνια. Και όταν συνήλθε εντέλει το 2012 και ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, απέρριψε τη μετονομασία. Για ποιόν λόγο; Επειδή δεν επρόκειτο για μετονομασία, αλλά για μεταφορά του διοικητικού κέντρου, όπως αποφάσισε το Συμβούλιο. Υπήρχε μεν πράγματι μια συστάδα κατοικιών με το όνομα Ασκληπιείο κοντά στην ανασκαφή του ιερού. Αλλά το 1997 ανακηρύχτηκε, από προφανές σφάλμα –μια κι εκεί δεν υπήρχε ούτε ένα δημόσιο κτήριο– διοικητικό κέντρο του δήμου! Μετά από ώριμη σκέψη άλλων τριών χρόνων βρέθηκε το 2015 τελικά η λύση. Εκδόθηκε το ψήφισμα: «Η έδρα του Δήμου Ασκληπιείου μεταφέρεται στο Λυγουριό.» Αντί λοιπόν να διορθωθεί το 1997 ένα προφανές σφάλμα μέσα σε μια-δυο εβδομάδες, το Κράτος χρειάστηκε 18 ολόκληρα χρόνια για να αποκαταστήσει το Λυγουριό, χωρίς βέβαια να παραδεχθεί το σφάλμα του, αλλά με τον παράλογο επιχείρημα ότι ο δήμος κυβερνήθηκε –ουσιαστικά εικονικά– για 18 χρόνια από κάπου αλλού. Τέλος, θα έπρεπε να εξεταστεί το ερώτημα εάν αυτό έγινε «εκ παραδρομής» ή εάν οι καλά δικτυωμένοι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, επιχειρηματίες και αρχαιολόγοι επέτρεψαν σκόπιμα να τρυπώσει το λάθος αυτό στον νόμο, έτσι ώστε το Λυγουριό, στις παρυφές του πασίγνωστου ιερού, να αποκτήσει εμμέσως μεγαλύτερη δημοτικότητα και περισσότερους προσοδοφόρους επισκέπτες.

Κείμενο: Christian Gonsa. Επιμέλεια: Α. Τσίγκας. Φωτογραφίες: Α.& Κ. Τσίγκας, Christian Gonsa, Σάββας Τσιγκελίδης

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

1 σκέψη στο “Μετονομασίες: Αξίζει μόνο η αρχαιότητα;”

  1. Ένα πολύ όμορφο κείμενο, για το οποίο θα ήταν πραγματικά περήφανος ο ομόγλωσσος του κυρίου Gonsa, ο Φαλμεράυερ. Φυσικά ο κύριος Gonsa μέσα στο ζήλο του για την αναζήτηση ιστορικών πληροφοριών, ξεχνάει να αναφέρει ότι, όπως και σήμερα, το 19ο αιώνα την ελληνική ύπαιθρο την περιδιάβαιναν αρκετοί φιλίστορες Γερμανοί και Αυστριακοί, οι οποίοι πάσχιζαν να αποδείξουν με εμβριθή έρευνα και φλογερά άρθρα στον ξένο τύπο ότι η παρουσία γλωσσικών (εθνικών;) μειονοτήτων, ή έστω τα ίχνη που είχαν αφήσει στην ιστορία, συνεπαγόταν την περιστολή του δικαιώματος της Ελλάδας στην εθνική της ανεξαρτησία, μία πολιτική θέση που προφανώς δεν ηχούσε ευχάριστη στα αυτιά των εδώ πολιτικών και διανοούμενων. Οφείλουμε βεβαίως να δείξουμε κατανόηση. Τα φώτα της Εσπερίας δεν είχαν προλάβει ακόμη να φωτίσουν τα άρτι απελευθερωμένη μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

    Πρόκειται ωστόσο για μία επιχειρηματολογία με παράδοση, που κατά τη διάρκεια της κρίσης έκανε ξανά συχνά-πυκνά την εμφάνισή της στα γερμανόφωνα μέσα, οπότε δεν πρέπει να την προσπεράσουμε με βιασύνη. Η σύνδεση της πολιτικής κυριαρχίας με την εθνική καθαρότητα ίσως είναι μία χαρακτηριστικά γερμανική και αυστριακή νεύρωση (αντίθετα, ως φαίνεται, από την αυτοκριτική): κατά παράδοξο τρόπο, η Αυστρουγγαρία και τα γερμανικά κράτη του 19ου αιώνα δε φάνηκαν να συνδέουν την ύπαρξη ουγγρικών, πολωνικών και άλλων σλαβικών μειονοτήτων στις επικράτειές τους με την επιθυμία περιστολής της εθνικής τους κυριαρχίας, αλλά ούτε και έδειξαν ενθουσιώδη ζήλο για τη διδασκαλία των τοπικών γλωσσών και διαλέκτων στα σχολεία, έδειχναν δε μία παράξενη επιμονή να αποκαλούν τα τοπωνύμια με τις δικές τους, εκγερμανισμένες ή γερμανικές εκδοχές και όχι τις σλαβικές. Και υπάρχουν πολλές όμορφες ιστορίες σχετικά με τη συμπεριφορά Γερμανών δασκάλων απέναντι σε γαλλόφωνους μαθητές της Αλσατίας, και το αντίστροφο. Είναι κατανοητό λοιπόν το γιατί οι Έλληνες ιστορικοί όπως ο Νικόλαος Πολίτης μπορεί να ένιωθαν μπερδεμένοι γύρω από το τί ακριβώς είθιστο στην Εσπερία της εποχής του σε ανάλογες περιπτώσεις, ώστε να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

    Μοναδική, ίσως ιδιαιτερότητα των εν Γερμανία και Αυστρία ευρισκομένων γερμανόφωνων ιστοριοδιφών αποτελεί η εμμονή στην παρουσία σλαβικών και αλβανικών πληθυσμών στην Ελλάδα, αγνοώντας επιδεικτικά την παρουσία και εγκατάσταση των Ιταλών, κυρίως Ενετικής και Γενοβέζικης καταγωγής, Γάλλων και άλλων ‘Λατίνων’, όπως αποκαλούνταν κάποτε από τους ιστορικούς. Ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι μέσω των Σλάβων επιδιώκουν μία υποσυνείδητη σύνδεση με την Ελλάδα, αφού και οι ίδιοι έλκουν εν πολλοίς την καταγωγή τους από τους ιδίους, ή ίσως θεωρούν ότι με την αναφορά σε έθνη που πέτυχαν παλαιότερα την αναβάθμισή τους στα υψηλότερα στρώματα της ευρωπαϊκής ιεραρχίας δεν επιτυγχάνεται ο επιθυμητός ρητορικός σκοπός. Ποιός ξέρει;

    Ευτυχώς, εν έτει 2018, η ένδοξη αυτή παράδοση διατηρείται εις το ατόφιο, και έτσι έχουμε ακόμη λαμπρά παραδείγματα σοφών, όπως ο κύριος Gonsa, με το γερμανοπρεπέστατο επώνυμο, οι οποίοι συνεχίζουν να περιδιαβαίνουν την ελληνική εξοχή και να μας διαφωτίζουν για την ιστορία μας και πώς θα οφείλαμε να την είχαμε διαχειριστεί.

    Απάντηση

Σχολιάστε