Ο Καλοπαναγιώτης – ένα κυπριακό χωριό στο Τρόοδος

Η κυρία Ευγενία, ο Μενέλαος και η Κατερίνα λένε την ιστορία τους

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Κάτοικοι δυο μικρών χωριών της Κύπρου διηγούνται την ιστορία τους στο diablog.eu, διαβάστε εδώ το Β΄ μέρος. Η κυρία Ευγενία, ο Μενέλαος και η Κατερίνα μας αφήνουν να ρίξουμε μια μικρή ματιά στη ζωή τους που κινείται μεταξύ Κύπρου, Λονδίνου και του υπόλοιπου κόσμου. Στο ανατολικότερο νησί της Μεσογείου διασταυρώνονται στον Καλοπαναγιώτη οι ζωές τους με αυτές των άλλων. Διαβάστε εδώ το Α΄ μέρος για τον Κάθηκα.

Πριν πάμε στη Λευκωσία θέλουμε να περάσουμε λίγες μέρες στο όρος Τρόοδος. Και πάλι το φυλλάδιο του αγροτουρισμού μας οδηγεί στο σωστό μέρος – στην κυρία Ευγενία στον Καλοπαναγιώτη που έχει διαμερίσματα ακριβώς δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρονίκου, που βρίσκεται πάνω από τον ποταμό Σεράχο. Το κελάρυσμα των νερών του μας νανουρίζει.

ansicht von dorf durch bäume

Η κυρία Ευγενία γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη το 1947, όταν ήταν ακόμη υπό βρετανική κυριαρχία. Σύντομα ο τόπος έγινε καλοκαιρινό θέρετρο για Κύπριους, Αιγυπτίους και Ισραηλινούς. «Όταν ήμουν παιδί ο Καλοπαναγιώτης είχε πέντε ξενοδοχεία, οι ντόπιοι κοιμόντουσαν στους στάβλους ή υπό τον έναστρο ουρανό για να νοικιάσουν τα σπίτια τους στους θερινούς επισκέπτες. Την εποχή εκείνη  θεωρούνταν τα βουνά και ειδικότερα οι Πλάτρες θέρετρο διακοπών και όχι η θάλασσα και οι παραλίες της. Οι άνθρωποι αποζητούσαν ηρεμία και απολάμβαναν τον καθαρό αέρα, ο πεζοπορικός τουρισμός άρχισε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες.» Η κυρία Ευγενία θυμάται τους πλούσιους επισκέπτες από την Αίγυπτο, που έφταναν με ιππάμαξες στο τότε πολυτελές ξενοδοχείο «Berengaria» στο ορεινό χωριό Πρόδρομος. Εκεί έμειναν ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου και ο πρόεδρος του Ισραήλ Εζέρ Βάιτσμαν. Το σήμερα εγκαταλειμμένο, μεγαλοπρεπές κτίριο θρονιάζει και σήμερα πάνω από το χωριό· είναι απομονωμένο και μη προσβάσιμο, αν και λέγεται ότι σύντομα θα ξεκινήσουν εργασίες ανακαίνισης. Μέχρι τώρα όλες οι προσπάθειες για τη λειτουργία καζίνου απέτυχαν. Να δούμε στο επόμενο ταξίδι μας τι απέγινε αυτό το εντυπωσιακό, αν και στοιχειωμένο οίκημα.

frau vor altem haus mit holztür

«Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-1959 κατά της αποικιοκρατίας επέδρασε έντονα στην εφηβεία μου», λέει η κυρία Ευγενία. Κάθε φορά που οι μαχητές της ΕΟΚΑ έπληγαν βρετανικά περίπολα στα βουνά, γινόταν μπλόκο στο χωριό. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η πλειοψηφία των ανθρώπων υποστήριζε την αντίσταση. «Η μοίρα του Αριστείδη, ενός από τους συμμαθητές μας στο γυμνάσιο του Πεδουλά, μας συντάραξε, όταν σκοτώθηκε σε κάποια επιχείρηση των ανταρτών.» Πικρό γεγονός για τους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη ήταν το κλείσιμο των ορυχείων χαλκού της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στο Μαυροβούνι μετά την ανταρσία –όπως την χαρακτηρίζει η κυρία Ευγενία– των Τουρκοκυπρίων στη Λεύκα το 1963. Γιατί εκεί έβρισκαν δουλειά και οι άνδρες από τον Καλοπαναγιώτη.

Η εγκατάλειψη των μεταλλείων χαλκού είχε επίσης ως αποτέλεσμα το χωριό να αποκοπεί από το οδικό δίκτυο που έφτανε εκεί μέσω Μόρφου και Ξερού. Ο τουρισμός σταμάτησε και τα ξενοδοχεία αναγκάστηκαν να κλείσουν μέχρι να χαραχτεί ο νέος δρόμος. Από το 1970 οι κάτοικοι μετανάστευσαν στις πόλεις που χρειάζονταν εργατικά χέρια, αλλά έφτασαν και πολύ πιο μακριά, στη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία. «Η αδελφή μου ζει στη Μελβούρνη», μας εξηγεί η κυρία Ευγενία. Το 1974, μετά την τουρκική εισβολή, ήρθαν παθόντες από τα κατεχόμενα εδάφη προσωρινά στον Καλοπαναγιώτη, αλλά μετακόμισαν δύο χρόνια αργότερα σε προσφυγικούς οικισμούς στη Λευκωσία.

altes hochzeitsfoto

«Αγαπώ πολύ το χωριό μου», ομολογεί η κυρία Ευγενία. Αυτή και ο άντρας της, που κατάγονται από φτωχές οικογένειες, παντρεύτηκαν το 1971. Πήγαν στη Λευκωσία και η Ευγενία έκανε οποιαδήποτε δουλειά της προσφερόταν μέχρις ότου προσλήφθηκε σε μια από τις πρώτες εταιρείες πληροφορικής της Κύπρου το 1973· έμεινε εκεί μέχρι το 1989. Ο άντρας της εργαζόταν στην πρωτεύουσα σε μια εταιρεία πλακόστρωσης και πηγαινοερχόταν πολλές φορές την εβδομάδα μεταξύ Λευκωσίας και Καλοπαναγιώτη. Το μεγάλο πάθος του παραμένει ο κήπος του σπιτιού τους που εκτείνεται με πεζούλες μέχρι τον ποταμό. «Πριν από την κρίση ταξιδεύαμε πολύ στις εμπορικές εκθέσεις του εξωτερικού, στην Κολωνία, το Ανόβερο, τις Βρυξέλλες. Τώρα πια δεν το έχουμε τα οικονομικά. Ξέρετε, οι Κύπριοι είναι υπερήφανοι και δεν το δείχνουν όταν τα πράγματα πάνε άσχημα. Χιλιάδες αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα σπίτια τους στην τράπεζα επειδή δεν μπορούσαν να πληρώνουν πλέον τις δόσεις τους. Από τότε ζουν εκεί ως ενοικιαστές και με την παραμικρή καθυστέρηση του μισθώματος το σπίτι περνάει τελεσίδικα στα χέρια της τράπεζας.»

altes foto mit zwei kindern

Ήδη το 2001 η κυρία Ευγενία είχε υποβάλει την πρώτη αίτηση έγκρισης για καταλύματα αγροτουρισμού. Το 2004 οι προσπάθειές της τελικά καρποφόρησαν με κονδύλια της ΕΕ. Στο παλιό πατρικό προστέθηκαν προς τον ποταμό δυο γκαρσονιέρες και τέσσερα δυάρια, τα οποία η κυρία Ευγενία ενοικιάζει όλο τον χρόνο. Όταν επιστρέφει κοντά μας με μια σπιτική λεμονάδα κι έναν καφέ προσθέτει: «Ο σύζυγός μου και εγώ είχαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ένα βανάκι με το οποίο γυρίσαμε όλη την Κύπρο. Τον Ιούλιο του 1974 είχαμε πάει στην Παγκύπρια Έκθεση Ανθέων της Κερύνειας. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκα στο βόρειο τμήμα του νησιού. Παρά το άνοιγμα της Πράσινης Γραμμής το 2004 δεν ξαναπήγα στις κατεχόμενες περιοχές. Ήθελα να τις θυμάμαι όπως ήταν τότε.»

brief auf griechisch

Το 2000 ο Γιάννης Παπαδούρης, αναμφισβήτητα άνθρωπος με οράματα και αγάπη για το χωριό καταγωγής του όση και η κυρία Ευγενία, άρχισε να αγοράζει στον Καλοπαναγιώτη σπίτια και εγκαταλειμμένους αμπελώνες. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Ηνωμένο Βασίλειο και έγινε εκατομμυριούχος στο Ντουμπάι. Θέλοντας να δώσει νέα πνοή στο χωριό του προέκυψε το «Casale Panayiotis», ένα πολυτελές θέρετρο με σπα, το οποίο αποτελείται από ανακαινισμένα παραδοσιακά σπίτια ακριβώς απέναντι από τη Μονή Ιωάννη Λαμπαδιστή. Επί του παρόντος χτίζεται στην απέναντι βουνοπλαγιά ένα μεγάλο οινοποιείο. Αναμένουμε λοιπόν όχι μόνο καλό κρασί αλλά και μια υπέροχη θέα. Η επιτυχημένη δόμηση με την αδρή υποστήριξη κονδυλίων της ΕΕ ξύπνησε το κρατικό ενδιαφέρον. Έτσι ονομάστηκε κυβερνητικός σύμβουλος για την αναζωογόνηση των 115 κοινοτήτων του Τρόοδου που υποφέρουν από τη γήρανση του πληθυσμού τους και την αποδημία των νέων οικογενειών.

Στην ακριβώς απέναντι πλευρά του ποταμού δημιουργήθηκε σε ένα κοινοτικό κτήριο ένα εστιατόριο με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία – το μικρό, αλλά εξαιρετικό «Nous» για μόνο 13 πελάτες υπό τη διαχείριση του Μενέλαου και της Κατερίνας. «Λατρεύω τη γαλλική κουζίνα και τα γαλλικά κρασιά», λέει ο Μενέλαος. Έτσι το όνομα τού εστιατορίου μπορεί να ερμηνευτεί τόσο με την έννοια του γαλλικού «εμείς» όσο και με αυτήν του «νου», της διανόησης. Το εστιατόριο βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με την προαναφερόμενη μονή και το μουσείο εικόνων της.

ikonendarstellung mit heiligem auf weißem pferd

Ο Μενέλαος αποδεικνύεται ταλαντούχος DJ και η Κατερίνα ταλαντούχος μαγείρισσα. Αυτός με μεγάλη ευστοχία επιλέγει τα κομμάτια για τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και αυτή τη σωστή σάλτσα για προσεκτικά επιλεγμένα τοπικά προϊόντα. Ακόμη και χωρίς μαρινάδα η ωμή ρόκα αποτελεί μια γευστική επανάσταση. «Πάω στα Κοκκινοχώρια κοντά στη Λάρνακα για να πάρω τα λαχανικά. Αλλά και το χαλούμι μας έχει αυθεντική γεύση.» Στον κατάλογο βρίσκουμε γαλλική πάπια και φουά γρα, ένα μενού που, σε συνδυασμό με την κυπριακή μαγειρική παράδοση, δεν θα το περίμενε κανείς σε ένα μικρό ορεινό χωριό όπως είναι ο Καλοπαναγιώτης. Η οικογένεια του Μενέλαου κατάγεται από τον γειτονικό Μούτουλα, αλλά ο ίδιος γεννήθηκε στην Αμμόχωστο. Το 1974 κατά την τουρκική εισβολή μόνο η φυγή έσωσε τους γονείς του και τον ίδιο που ήταν 18 μηνών. Μετά από χρόνια της περιπλάνησης στο Λονδίνο ο Μενέλαος επέστρεψε με την δεκάχρονη κόρη του στην ιδιαίτερή του πατρίδα. Ήθελε να σταματήσει πια τη συνεχή μετακίνηση, τον χειμώνα στο Λονδίνο και το καλοκαίρι στην Κύπρο, όπου εργαζόταν ως DJ παίζοντας ρέγκε, σόουλ και κλασικό ροκ σε μπαρ, εστιατόρια και ιδιωτικά πάρτι.

«Δεν ήθελα άλλο τη νυχτερινή ζωή που κάνει αναγκαστικά ο DJ. Ήθελα να κάθομαι εδώ στον Καλοπαναγιώτη και να ακούω τζαζ», μας λέει. Η Κατερίνα, που μιλάει ελάχιστα ελληνικά, μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη κοντά στο Κέιμπριτζ, όπου η κυπριακή οικογένειά της ήταν οι μόνοι ξένοι. Κατόπιν σπούδασε γαστρονομία στο Σέφιλντ. Για το εστιατόριό τους διατηρούν μια υποτυπώδη σελίδα στο Facebook. Δεν τους πολυενδιαφέρει η διαφήμιση, μια και δεν θέλουν να είναι «mainstream» αλλά «underground». Επέλεξαν την ποιότητα ζωής αντί της εμπορικής επιτυχίας. «Εδώ στα βουνά δεν βρίσκεσαι τελείως εκτός, σε μια ώρα είσαι στη Λευκωσία, σε κάτι παραπάνω στη Λεμεσό και σε δύο ώρες στην Αγία Νάπα.» Στον Καλοπαναγιώτη, αυτόν τον πολύ ειδικό πνευματικό τόπο, κατάφεραν οπωσδήποτε να μετουσιώσουν με συνέπεια την ιδέα τους – δύο άνθρωποι χαράζουν τη δική τους διαδρομή και δημιουργούν ποιοτικά πρότυπα που δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στην τουριστική ακτή.

Κείμενο και φωτογραφίες: Μιχαέλα Πρίντσιγκερ. Μετάφραση: Α. Τσίγκας.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε