Η βροχή – κρητικό πάθος

Ποιητικές σημειώσεις του Ούβε Κριστ

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Μετά την αναγκαστική αποχή, αρχίζουν πάλι, αν και δειλά, τα ταξίδια. Με το λογοτεχνικό του απόσπασμα ο Ούβε Κριστ μας μεταφέρει στην Κρήτη και την πατριαρχία της.

Ο στενός, επικλινής κάμπος των Σφακίων με τα ροζιασμένα ελαιόδεντρα, τους επιβλητικούς ευκαλύπτους και τα λυγερά κυπαρίσσια είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στις τραχιά κατακερματισμένες κορυφές των Λευκών Ορέων και τον παφλασμό του Λιβυκού Πελάγους κάτω από τον μεταξένιο ουράνιο θόλο. Άνοιξη στην Κρήτη.

Η λευκή ανάσα των χόρτων που καίγονται κάπου μακριά δίνει στον αψεγάδιαστο γαλάζιο ουρανό μια γαλακτώδη χροιά.

Τώρα, στο προχωρημένο απόγευμα, στο νότο του τραχιού νησιού μια νοσταλγική τρυφεράδα αιωρείται στο ήπιο φως

Ο Γιώργος δεν κοιτάζει γύρω του. Γεννημένος σε αυτό το πανόραμα δεν τον εντυπωσιάζει. Συνεχίζει να ανηφορίζει σταθερά. Για κάποιον σαν αυτόν ο δρόμος είναι βατός.

blick von berg auf meer und landschaft

Αποτελεί το πρότυπο του Κρητικού. Καμωμένος για πρωταγωνιστικό ρόλο, για κάθε αξιόπιστη κινηματογραφική πόζα. Εκείνη του κακού ή του εραστή. Του ήρωα ή του βοσκού. Μεγαλόσωμος με πυκνά και ήδη γκρίζα μαλλιά, στριμμένο μουστάκι που ξεμυτίζει πλάγια. Πάνω από το μπεζ πουκάμισο φοράει ένα μαύρο σακάκι χωρίς κουμπιά, που το συγκρατεί μια τριχιά. Γκρίζο παντελόνι, ημίψηλες μπότες με κορδόνια. Σαν βγαλμένος από παλιά σέπια φωτογραφία.
Το στενό μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα στις λαδανιές, που φτάνουν μέχρι το γόνατο, το δηλόσπερμα, τα βούρλα και τις μυρτιές.

Μαραμένοι και ξεραμένοι ασφόδελοι –το νεκρολούλουδο των αρχαίων που οι κόνδυλοί του ήταν η τροφή των ψυχών– απλώνουν τα γυμνά και ξεραμένα τους μικρά κλαδιά με τα λευκά αστεροειδή άνθη γδέρνοντας τις γάμπες· τα τζιτζίκια ανταγωνίζονται με το σχεδόν οδυνηρά οξύ για τα αυτιά μας τερέτισμα τους ήχους της αιολικής άρπας που βγάζουν τα ξερόχορτα και οι θύσανοι των πευκοβελόνων.

Στη στεφάνη των ευκαλύπτων και των βελανιδιών έχουν σωπάσει αποκαμωμένα τα συνήθως τόσο φλύαρα κοράκια. Στην πλαγιά του βουνού οι κατσίκες έχουν ήδη αποτραβηχτεί πάνω στα αγκαθωτά κλαδιά μιας αργανιάς. Στα ριζά του κορμού έχουν μείνει μόνο τρία εξαντλημένα μαύρα κατσικάκια.
Η μέρα βρίσκεται στη δύση της. Ένας ζεστός άνεμος, ο ήπιος αδελφός του καυτού λίβα, σηκώνεται αργά το απόγευμα μετά από τον μεσημεριανό του υπνάκο.

Αισθησιασμός αιωρείται σαν μια υπόσχεση αποπλάνησης και ευτυχίας πάνω από την πλαγιά του βουνού και χαϊδεύει τα χείλη με το άρωμα της πικροδάφνης, του θυμαριού και του φασκόμηλου.

***

«Γεια σου Γιώργο!»
Η Μαρία χαιρετίζει τον θείο της, που κατηφορίζει προς τις σχεδόν άγονες πλαγιές όπου βόσκουν οι κατσίκες. Ο Γιώργος είναι ο αδελφός του πατέρα της, του Βασίλη.

Αυτός και η γυναίκα του η Κατερίνα, οι γονείς των τριών κοριτσιών Στεφανία, Στέλλα και Μαρία, έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια. Ναυάγησαν, πνίγηκαν με 87 άλλους στο πλοίο «Λήμνος 3» στο ταξίδι της επιστροφής από τον Πειραιά στο Ηράκλειο.

Μια ανείπωτη συμφορά, μια πανελλήνια τραγωδία. Κατά τη διάρκεια μιας σφοδρότατης χειμωνιάτικης καταιγίδας, τα προχειροδεμένα οχήματα στο κάτω κατάστρωμα έδωσαν θανατηφόρα κλίση στο σκάφος.

Οι τρεις αδελφές κληρονόμησαν το σπίτι των γονιών στο χωριό και ένα «καλύβι» στο βουνό. Με κάτι οικονομίες που είχαν, η Στεφανία, έχοντας το δικαίωμα της πρωτότοκης, άνοιξε στην Αγία Σουμέλη ένα μικρό μαγαζί, κάτι μεγαλύτερο από ένα συνηθισμένο περίπτερο. Η Στέλλα και η Μαρία συνεισφέρουν στο εισόδημα με το τυρί τους.

Από την άνοιξη μέχρι το καλοκαίρι φέρνουν το πρόβειο γάλα από τα βοσκοτόπια στα ριζά των απότομων βράχων, φτάνουν 400 μέτρα ψηλότερα ως την κορυφή, τις Πάχνες. Εκεί αιωρούνται μικρά σμήνη γυπαετών. Τα πρόβατα περνούν τον συχνά χιονισμένο χειμώνα στα υπόστεγα του μαντριού.

Στην κάψα του καλοκαιριού το κοπάδι, λόγω έλλειψης φρέσκου χόρτου, κινείται ελεύθερα στη γύρω περιοχή για να βρει κάτι φαγώσιμο – ρημάζοντας μερικές φορές τις καλλιέργειες, υποχρεώνοντας έτσι τους βοσκούς να καταβάλλουν άμεσα στους γεωργούς μια μικρή οικονομική αποζημίωση.

Οι αδελφές μοιράζονται τη μεταφορά του πρόβειου γάλακτος από τα απομακρυσμένα βοσκοτόπια. Για να βρίσκουν το κοπάδι πιο εύκολα χρησιμοποιούν μια σφυρίχτρα με πολύ διαπεραστικό ήχο, όπως αυτές που έχουν στους σιδηρόδρομους ή στο ναυτικό, μέχρις ότου απαντήσει ο βοσκός με τον ίδιο οξύ ήχο. Επίσης επεξεργάζονται το γάλα που αρμέγουν εντοπίζοντας διάσπαρτα κοπάδια κατσικιών. Το γάλα αυτό παίζει όμως μόνο δευτερεύοντα ρόλο.

ziegenherde

Η Μαρία απόθεσε για λίγο το άδειο της σακίδιο στον σταχτί κορμό ενός πεύκου για να πάρει στη σκιά του μια ανάσα από την κουραστική διαδρομή.

Στον πηγαιμό πριν από λίγες ώρες το σακίδιό της ήταν γεμάτο με φρέσκο ​ κεφαλοτύρι – κατσικίσιο τυρί φτιαγμένο με κρύα πυτιά. Κάθε τόσο το πηγαίνει στην Αγία Σουμέλη. Πουλιέται στο μικρό κατάστημα τής κατά επτά ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερής της Στεφανίας κοντά στο ταχυδρομείο. Εκεί βρίσκεις και λάδανο, μια ρητίνη από θρυμματισμένα άνθη λαδανιάς. Για τη συλλογή του χρησιμοποιούν έναν βούρδουλα με πλαστικά λουριά. Χτυπώντας το φυτό η ρητίνη κολλάει στα λουριά απ΄ όπου μετά το μαζεύουν. Το λάδανο είναι όχι μόνο νοστιμότατο, αλλά λένε ότι έχει και θεραπευτικές ιδιότητες.

***

«Μαρία, μικρή μου!»

Ο Γιώργος ακόμη έτσι λέει την ανιψιά του, «μικρή μου». Τη Μαρία δεν την πειράζει. «Έρχεσαι από κάτω;»

Η ερώτηση αυτή είναι ουσιαστικά περιττή. Γιατί ο Γιώργος γνωρίζει τους ρυθμούς των αδελφάδων.

Πάει και κάθεται δίπλα στη Μαρία κάτω από το πεύκο.

«Να ξαποστάσω.»

Η Μαρία δεν προσέχει τα τετριμμένα του λόγια. Ο θείος της δεν ήταν ποτέ ομιλητικός. Γι αυτήν είναι κάτι το δεδομένο.

Πέρασε καιρός από τότε που συναντήθηκαν για τελευταία φορά.

Έτσι ήταν πάντα.

Ενόσω η Μαρία μιλάει για τη Στέλλα, τη Στεφανία, τον γερο-Κώστα, ενόσω τον ρωτάει για τον Αντρέα και ρίχνει χαλικάκια για να διώξει τις σαύρες, ο Γιώργος την κοιτάζει.

Μεγάλωσε – αλλά δεν ωρίμασε. Φαίνεται η διαφορά. Φοράει μια φούστα από σκούρο μπλε λινό μέχρι το γόνατο και μια ξεπλυμένη μπλε βαμβακερή μπλούζα που πιθανότατα ανήκε παλιά σε μία από τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της· της πάει. Είναι κοντομάνικη και στις μασχάλες πολύ φαρδιά. Από το πλάι ο Γιώργος μπορεί να κοιτάξει μέσα, εκεί που διαγράφεται η καμπύλη του μικρού στήθους της πίσω από το μαύρο, υγρό τριχωτό της μασχάλης της.

Τα μαλλιά της τα έχει ακόμη μακριά, τραβηγμένα πίσω και δεμένα σε κότσο λόγω της ζέστης. Ακόμη και στον παχύ κότσο είναι σχεδόν μαύρα, αλλά με μια ανεπαίσθητη βαθυκόκκινη χροιά, σαν να διαφαίνεται εκεί η κληρονομιά των Γενουατών ή Λομβαρδών που είχαν έρθει αιώνες πριν να ζήσουν στον τόπο αυτό.

Ο ήλιος έχει μαυρίσει το δέρμα του προσώπου της, τα μάτια της –καστανά σαν τον τούρκικο καφέ που φουσκώνει στη χόβολη– είναι αμυγδαλωτά πέρα από το συνηθισμένο, τα φρύδια της πάνε να σμίξουν. Η μύτη είναι σχεδόν τέλεια και χωρίς τη λεγόμενη αττική καμπουρίτσα.

Τα λεπτά χείλη της στερούνται ακόμη τελείως τη μορφή και τον αέρα της εξουσίας επί ζωής και θανάτου σαν αυτά που έχουν οι κοπέλες στις κομμένες από περιοδικά φωτογραφίες που έχει κρεμάσει Αντρέας ο κουρέας στο φύλλο της ντουλάπας του. Την ανοίγει θριαμβευτικά, αλλά σπάνια και μόνο στα γρήγορα. Είναι ο μόνος στο χωριό που έχει μια τέτοια συλλογή. Την δείχνει σε όποιον αυτός θέλει και όποτε το θέλει. Είναι η μικρή του εξουσία, που τον κάνει να ξεχωρίζει.

Στα μαυρισμένα χέρια της Μαρίας διακρίνει, εκτός από μικροσκοπικές χαντρούλες του ιδρώτα, και λεπτότατες μαύρες τριχίτσες, όμοιες με εκείνες που κατηφορίζουν από τον σβέρκο της ανάμεσα στις ωμοπλάτες προς τα κάτω (αλλά που σύντομα χάνονται κάτω από τον γιακά της μπλούζας) δημιουργώντας ένα μυστικό μονοπάτι.

Εκπέμπει μια μεγάλη ενέργεια καθώς, όσο κάθεται, πιέζει τα τακούνια των ανοικτών σανδαλιών της στο διαβρωμένο έδαφος· παρολ΄ αυτά φαίνεται ήρεμη και αβίαστη.

***

Ο Γιώργος δεν είχε παρατηρήσει ποτέ τη Μαρία με τόση επιμέλεια κι ακρίβεια. Δεν είναι ο τύπος που στέκεται στηλεπτομέρεια. Μένει στην επιφάνεια. Αυτή η σχεδόν μαγική στιγμή τον αιχμαλωτίζει. Πιθανότατα να μην συνειδητοποιεί ούτε στο ελάχιστο όλες τις λεπτομέρειες που του παρουσιάζονται τώρα τόσο κοντινά αλλά και τόσο περίπλοκα. Στην καλύτερη περίπτωση τις αντιλαμβάνεται ως μέρος του συνόλου – κάτι, που για τα μέτρα του αποτελεί σχεδόν επίτευγμα.

erde mit felsen landschaft

Είναι όπως στα δύο τσιμεντένια αγάλματα στην πλατεία του χωριού, το μνημείο των επαναστατών του 1896 κατά των Οθωμανών. Ποτέ δεν είχε προσέξει –μέχρι που του το έδειξε ο Κώστας– ότι από το δεξί χέρι του ενός ήρωα, που το σηκώνει ψηλά στον ουρανό, λείπουν τρία δάχτυλα, που έσπασαν φαίνεται κάποια στιγμή. Από το τσιμεντένιο χέρι προεξέχει από τότε ένα μικρό σκουριασμένο σουβλί.

Αλλά και τι μ΄ αυτό; Οι ήρωες ποτέ δεν έχουν ψεγάδια. Ακόμη κι όταν ο παρατηρητής δεν είναι πια παιδί. Ίσως ακόμη λιγότερο όταν προϋπήρχαν ο πατέρας-ήρωας, ο θείος-ήρωας, ο μεγάλος αδελφός-ήρωας.

Οι μητέρες και οι αδελφές είναι κάτι το ενδιάμεσο. Ποτέ όμως δεν είναι ηρωίδες.
Τα χρόνια ξεθωριάζουν τους πραγματικούς μας ήρωες, εκτός από εκείνους που περισώζουμε από την παιδική ηλικία στο όλο και πιο μοναχικό παρόν μας ως ενήλικες. Ένα παρόν καταδυναστευόμενο από τους αντιήρωες – τους κακούς δασκάλους, τους ιερείς, τους εχθρούς του χωριού, τους αστυνομικούς, τους κρατικούς υπαλλήλους, τους προϊστάμενους.

***

Γυρνάει στη Μαρία που κάθεται δίπλα του.
«Σύντομα θα βρέξει.»
Κοιτάζουν και οι δύο τον ουρανό.
Η Μαρία κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Δεν νομίζω.»

Ο Γιώργος κοιτάζει ευθεία μπροστά του. Και τότε, κάτι πρωτόγνωρο για τη Μαρία, ο Γιώργος αρχίζει μια παράξενη ψαλμωδία. Πολύ ήσυχα και σιγανά, με μια σχεδόν ανύπαρκτη μελωδία. Χωρίς ρεφρέν, χωρίς αρχή. Όπως τα φαινομενικά απλά τραγούδια του Ψαραντώνη.

Ή όπως μια συζήτηση του Γιώργου με κάποιον άλλο. Για παράδειγμα με τη Μαρία. Αυτή ακούει την παράξενη απόχρωση. Αλλά δεν καταλαβαίνει ακόμη τί της συμβαίνει.

Είναι σαν να ακούγεται ένα «θα το μάθεις σύντομα» ανάμεσα σε δύο νότες στον αιωρούμενο ρυθμό των τεσσάρων τετάρτων, πιο σιγανά από κάθε ανάσα του ανέμου.

«Σύντομα. Και μετά θα γίνουν τόσα, όσα δεν έχεις δει ποτέ σου μέχρι τώρα. Δυνατότερα από κάθε προηγούμενο. Κι εσύ δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα. Εσύ», τώρα στρέφει το πρόσωπό του προς τη μεριά της, «αρκεί να μην αμυνθείς. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ακόμη κι αν αποδειχτεί οδυνηρό.»

Η Μαρία τον κοιτάζει γεμάτη απορία. Ο Γιώργος μυρίζει αγριοκυπαρίσσι. Η Μαρία παίρνει ανάσες. Πάλι ήπιε το φτηνό στερεοελλαδίτικο ούζο αντί για την πολύ καλύτερη ρακή; Αυτό θυμάται που το έλεγε ο πατέρας της. Για τι πράγμα μιλάει; Γιατί τρέμει τόσο το χέρι του, που το έχει ακουμπήσει στον ώμο της;

Διώχνει το βαρύ του χέρι, σηκώνεται και πιάνει το άδειο της σακίδιο. Σύντομα θα βραδιάσει. Μέχρι τότε θέλει να έχει γυρίσει σπίτι της.

Σηκώνεται αέρας. Αγωνίζεται να πνίξει το τραγούδι των τζιτζικιών. Οι σκιές μακραίνουν και καταβροχθίζουν λαίμαργα τον κυματισμό του εδάφους που μοιάζει με σταματημένα κύματα της θάλασσας.

***

Η θάλασσα αυτή είναι στις ομορφιές της όταν στη βαθειά της αγκαλιά χουζουρεύει ακόμη το ξημέρωμα. Αυτή η καλοδεχούμενη αδράνεια νωρίς το πρωί: μια θάλασσα που αγωνίζεται να ξυπνήσει σιωπηλά, που δεν έχει ακόμη πάνω της ούτε μια αυλακιά ρότας από πλοίο.

Το κύμα χαϊδεύει και σβήνει τις πρώτες πατημασιές της ημέρας στην άμμο. Οι πρώιμες ακτίνες του ήλιου, που τολμούν να πέσουν διαγώνια στο νερό, ξυπνούν την πρώτη, μικρή, αλλά ζωηρότατη λάμψη στα κυματάκια που ξεπετάγονται δειλά. Η αθώα διαύγεια του φωτός που θα αγαλλίαζε σίγουρα κάθε ζωγράφο.

Τώρα είναι βράδυ. Το Λιβυκό Πέλαγος, διψασμένο για ζωή, αγκομαχά και σφαδάζει στο χάσιμο της ημέρας που πάει να σβήσει, και σκάει αφρίζοντας στο βοτσαλωτό ακρογιάλι μοιάζοντας με κουρασμένο πλην ακαταπόνητο εραστή που δεν σταματά να φιλά τη γη.

sonnenuntergang

Το τελευταίο φως αφομοιώνει για άλλη μια φορά όσα περισσότερα χρώματα μπορεί ώστε να απαλύνει αμέσως όλες τις ρυτίδες, τις ασχήμιες και τα καθημερινά τραύματα – για να χαθούν όλα την επόμενη στιγμή. Τα σκονισμένα, κιτρινισμένα από τον ήλιο λιβάδια γίνονται για λίγα λεπτά χρυσά, οι ψηλοκρεμαστές κορφές των ευκαλύπτων βαθυπράσινες, οι κατακερματισμένοι σχιστόλιθοι της σκεπής πυρώνουν για μια στιγμή, πριν η θωριά τους σβήσει με ένα πανιασμένο φαιοκόκκινο.

Ο άνεμος φουσκώνει τα ασημένια κύματα του φυλλώματος των αιωνόβιων ελαιόδεντρων· από κάτω τους είναι στρωμένα, περιμένοντας τη συγκομιδή, τα πλαστικά δίχτυα των «αλιέων της ελιάς».

Μια γονιμότατη γη, ασφυκτικά μεστή. Τίποτα το εύθραυστα μεταφυσικό. Χάνεται μέσα στο πέπλο μιας χαυνωμένης, συγκεχυμένης θεώρησης.

Σύννεφα γεμάτα υγρασία, που μάζεψαν από τη θάλασσα στο μακρινό τους ταξίδι από τη Βόρεια Αφρική, έχουν σκαλώσει στην κορφή του βουνού. Μοιάζουν με ανοιχτόχρωμες τούφες μαλλιού προβάτων που τις σήκωσε ο άνεμος όσο τα κούρευαν και τώρα κρέμονται  στ΄ αγκάθια των ολόγιομων φρυγάνων με τα σαγηνευτικά κίτρινά τους χειλανθή.

Έχει πέσει σχεδόν τελείως το σκοτάδι όταν επιτέλους η ληθαργική ορχήστρα των τζιτζικιών σιωπά με μιας.

***

Ο Γιώργος δεν το κουνάει από το πεύκο, αφήνει τη Μαρία να φύγει πρώτη. Δεν παίρνει αμέσως το ανηφορικό μονοπάτι προς το σπιτάκι στην πλαγιά με την ανοικτή στροφή, όπου οι αριές και οι μουριές χαρίζουν τη σκιά τους όλη μέρα. Την ακολουθεί μετά από κάμποση ώρα.

Στο σπίτι αυτό ζουν οι δυο από τις τρεις αδελφές, η Στέλλα και η «μικρή», η Μαρία. Εκεί, σε μια προέκταση του κτηρίου, δουλεύουν το πρόβειο γάλα, το πήζουν με ξύδι και λευκό κρασί. Για να ωριμάσει το αποθηκεύουν σε ένα σκαμμένο κελάρι μέχρις ότου μια από τις δυο, συνήθως η Μαρία, να πάει το κεφαλοτύρι στα πεδινά.

Μερικές φορές, όταν υπάρχει ανάλογη ζήτηση, κάνουν από το νωπό πρόβειο τυρί και ένα άλλο μαλακό, κρεμώδες: ελαφρώς αλατισμένη μυζήθρα σε μικρές πυραμίδες που στάζουν τυρόγαλο και τρώγονται κατά προτίμηση ζεστές.

Ο μικρός κόσμος των αδελφάδων είναι ταπεινός. Ρεύμα ή τρεχούμενο νερό δεν υπάρχει. Μόνο το φως της ημέρας λαμπρύνει αυτόν τον κόσμο μέχρι νωρίς το βράδυ, το φως των κεριών βοηθά μετά λίγο μέχρι να νυχτώσει. Πίνουν και μαγειρεύουν με νερό της βροχής από τη δεξαμενή, όσο κρατάει. Μετά χρησιμοποιούν εμφιαλωμένο νερό, που φέρνει, κυρίως η Μαρία, με τα τρόφιμα από το κάτω χωριό.

Τηλεόραση δεν υπάρχει και φυσικά ούτε διαδίκτυο, μόνο ένα τρανζιστοράκι με τα αιώνια λαϊκά. Όσο πέφτει η μπαταρία, τόσο περισσότερο τα ριζίτικα της αγάπης και της ελευθερίας ακούγονται στο μικρό αυτό αρχαϊκό σύμπαν σαν ψίθυρος.

Ποια αγάπη; Η ελευθερία τίνος;

zimmer mit bett und radio

Είναι ένα χαρακτηριστικό «καλύβι», ένα από αυτά τα πέτρινα, απλά ορεινά σπίτια που οι αγρότες τα χρησιμοποιούσαν παλιά ως πρόχειρο κατάλυμα κατά τη συγκομιδή των καρπών. Έτσι, δεν ήταν αναγκασμένοι να κάνουν καθημερινά τον μακρύ δρόμο από το περιγιάλι μέχρις εδώ. Περασμένα.

Οι αγρότες δεν έρχονται πια για το μάζεμα της ελιάς, χάλασε η αγορά· με κάποια δόση απόγνωσης αφήνουν τις χάντρες του κομπολογιού τους να γλιστράμε ανάμεσα στον μέσο και τον αντίχειρα. Η κρίση έφτασε μέχρι και την τελευταία γωνιά.

Στην ύπαιθρο οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν, σε αντίθεση με τους αστούς, κάποιες δυνατότητες να τραφούν από τα χωράφια τους, τον λαχανόκηπο και με τα προσιτά τοπικά προϊόντα, όπως το πρόβειο τυρί της Στέλλας. Και κυρίως μπορούν τον χειμώνα να ζεσταθούν φθηνά με τα ξύλα του δάσους.

Παρόλ΄ αυτά τα χρέη εξακολουθούν να μεγαλώνουν, ενώ οι μισθοί μειώνονται στο μισό – όπως αυτός της Βαρβάρας της δασκάλας. Και οι συντάξεις είναι άθλιες. Είναι να κλαις.

Απόδειξη αυτής της τραγωδίας είναι οι συστάδες με τις λεμονιές στις παρατημένες πεζούλες, πνιγμένες στα κιτρινισμένα χόρτα και τους ακανθόθαμνους. Δεν είναι πια παρά ένα ευτελές τσιτάκι της λήθης που θροΐζει στον βουνίσιο αέρα. Τα τεράστια εσπεριδοειδή, όλο φλούδα και λίγη μόνο ψίχα, πέφτουν στο χώμα, σκάνε και γίνονται βορά των εντόμων.

Η Στέλλα είναι μόλις 36 ετών, αλλά χήρα εδώ και χρόνια. Ο άντρας της ο Κώστας γλίστρησε νύχτα στο βουνό και τραυματίστηκε θανάσιμα. Πέρασαν τρεις ολόκληρες μέρες πριν τον βρουν και τον μεταφέρουν στα πεδινά. Αλλά μέχρι τότε αυτός είχε ξεψυχήσει.

Ειπώθηκαν πολλά, γιατί ο Κώστας θεωρούνταν καλός ορειβάτης και υποτίθεται ότι γνώριζε κάθε σχισμή στο κατακερματισμένο βουνό. Αλλά όπως φάνηκε όχι όλες. Κάποια στιγμή τα πνεύματα ηρέμησαν. Ταφή, θρήνος, λήθη.

Η Στέλλα ντύθηκε φυσικά στα μαύρα, τη στολή της χήρας, και θα τη φοράει για το υπόλοιπο της ζωής της σαν δεύτερο δέρμα. Η Μαρία, η μικρή αδερφή της, τέλειωσε το σχολείο πριν από δύο χρόνια. Στα δεκαέξι του το στερνοπαίδι είναι ακόμη πολύ μικρό για την αναγκαστική μοναξιά, αλλά και πολύ μεγάλο για να μετράει σαν κοριτσάκι, κάτι που μέχρι τώρα το προστάτευε.
Μια γέφυρα θα φανεί μπροστά της, που σύντομα θα πρέπει να τη διασχίσει. Απλώς η ίδια δεν το γνωρίζει ακόμη. Δεν είναι πολύ καιρός που εγκατέλειψε, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, αυτό το δίχτυ προστασίας.

***

Όσο πήγαινε στο δημοτικό, όχι και τόσο τακτικά, ο θείος της ο Γιώργος, αδελφός του πατέρα της, την πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα με το μηχανάκι του τα τέσσερα χιλιόμετρα μέχρι την άσφαλτο.

Εκεί, στη δεύτερη και μεγαλύτερη διασταύρωση, σταματούσε πάντα λίγο μετά τις επτά το σχολικό λεωφορείο που μάζευε όλους τους μαθητές. Πάντα, εκτός από τις λίγες μέρες που το λεωφορείο δεν έπαιρνε μπρος ή που ο οδηγός του, ο Στέφανος, ήταν άρρωστος. Εκείνες τις μέρες τα παιδιά της περιοχής δεν είχαν σχολείο. Μεγάλη υπόθεση, μεγάλη τύχη που υπήρχε ο Στέφανος.

Νωρίς λοιπόν το απόγευμα ο Γιώργος πήγαινε και έπαιρνε τη Μαρία από εκεί που την είχε αφήσει το πρωί. Ακόμη και με βροχή, τον χειμώνα ή και όταν το σχολείο αργούσε να σχολάσει και λίγο αργότερα έπεφτε το σκοτάδι. Το πρόγραμμα του σχολείου ήταν έτσι κι αλλιώς γνωστό στους πάντες.

benzintank motorrad

Στην αρχή ο Γιώργος έβαζε μπροστά του τη μικρή ανιψιά, στο ντεπόζιτο της μηχανής, που το κάλυπτε με μια παλιά, πρασινοκόκκινη καρό πετσέτα. Αργότερα καθόταν πίσω του και κρατιόταν γερά πάνω του μην πέσει. Έτσι της άρεσε.

Όταν ο Γιώργος δεν μπορούσε, την έπαιρναν άλλοι το μεσημέρι από τη διασταύρωση ή την πήγαιναν το πρωί μέχρι το σχολικό λεωφορείο. Δεν ήταν πρόβλημα, γιατί η Μαρία τους ήξερε όλους. Για παράδειγμα τον γέρο-Αντρέα, τον κουρέα, που επέστρεφε από την Αγία Σουμέλη.

Τέτοιες μέρες υποτίθεται ότι έφερνε πραμάτεια για το μαγαζί του – ξυραφάκια, αναπτήρες, σαπούνια. Αυτό έλεγε στη γυναίκα του τη Μυρτώ όταν έβαζε μπρος το παλιό του Φίατ Πούντο. Αλλά στην πραγματικότητα ο Αντρέας σουλατσάριζε μόνος του πάνω κάτω για ώρες τον παραλιακό της Αγίας Σουμέλης.

Ανάλογα με την ώρα, χάζευε τους ψαράδες που έβαζαν την ψαριά τους –μπαρμπούνια, σαρδέλες, μερικές φορές και καλαμάρια– στα ρηχά τελάρα με τον πάγο, παριστάνοντας τον ενδιαφερόμενο πελάτη.

Αυτό του έδινε απλά ένα αίσθημα ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Η Μυρτώ το ήξερε και σιωπούσε σοφά.

Ή ερχόταν με τον Αλκιβιάδη, τον καφετζή, αυτόν με το ροζιασμένο πρόσωπο σαν τη φλούδα του λιόδεντρου. Με το αγροτικό του –που κανονικά ανήκε στον αδελφό του τον Αλέξανδρο– έπαιρνε κι αυτός τη Μαρία από τη δημοσιά. Σκαμπανέβαζαν στον δρόμο της επιστροφής περνώντας από ένα απομακρυσμένο λιβάδι, όπου ο Αλκιβιάδης άρμεγε τα τέσσερα πρόβατα της ηλικιωμένης κυρα-Έλενας.

Μερικές φορές, την εποχή της κουράς, πήγαινε στην καρότσα του –μαζί με τα κενά τελάρα, τα τρίλιτρα μπουκάλια της ρακής και τα σακιά με τις πατάτες–  και ξένα πρόβατα, χειροπόδαρα δεμένα, που βέλαζαν, στον Αντρέα που ήξερε να κουρεύει και ζώα.

schafe

Αλλά μόνο τότε, όταν η Έλενα ήταν στο δρόμο με το δικό της αυτοκίνητο και δεν ευκαιρούσε. Η Έλενα έκανε και τη μαία, ήταν εμπειρική αλλά εξαιρετική. Μόνο αυτό μετρούσε. Μέχρι την τελευταία της πνοή.

Έτσι λοιπόν κανένας δεν ήταν αναγκασμένος να περιμένει – ούτε τα τέσσερα πρόβατά της, που έπρεπε να αρμεχθούν δύο φορές τη μέρα. Ούτε τα μωρά. Ούτε η Μαρία, όταν καμιά φορά ο Γιώργος δεν ευκαιρούσε. Τότε ειδοποιούσε τον Αλκιβιάδη. Ο Αλκιβιάδης δεν είχε άδεια οδήγησης, αλλά κανείς δεν το ήξερε.

Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Αλκιβιάδης.
Η Μαρία όμως προτιμούσε να πηγαίνει με τον θείο της.

***

Όταν ο Γιώργος βλέπει πια από μακριά το σπίτι των αδελφάδων, ακούει από πίσω κι από πάνω του ένα πρώτο, συγκρατημένο, υπόκωφο βρυχηθμό, λες και το βουνό είναι αγριόσκυλο που ξυπνάει. Διαμαρτύρεται, τεντώνεται, σιέται.
Το φεγγάρι μια αδύναμη υποψία. Το φως του –μια ασθενική, ψυχρή αύρα– δεν έχει περάσει ακόμη πάνω από την κορυφογραμμή.

Τα ωχροκίτρινα αγκαθωτά άκρα του θαρρείς πως τρεμουλιάζουν. Τα σύννεφα φόρεσαν βιαστικά τη σκούρα τους στολή με τα αδέξια ραμμένα μπαλώματα σε δηλητηριώδες κίτρινο.

Ο χρόνος της μετάβασης από το δειλινό στη νύχτα είναι όπως πάντα υπερβολικά σύντομος. Φαντάζει σκληρός και άδικος. Είναι η ώρα που το σύμπαν κλείνει τα μάτια του. Ο Κένταυρος Χείρων καλπάζει ήδη στον ουρανό, από τους γιούς του χρόνου ο μόνος καλός.

Ο βαθυπόρφυρος ουρανός στέλνει τις πρώτες του σταγόνες.
Το φεγγάρι μένει άναυδο –όσο και αόρατο πίσω από τα πυκνά σύννεφα– από το οξύ άσμα του Καλλιόπουλου, του μοναδικού τράγου του Γιώργου, που συχνά τον ακολουθεί πιστός σαν σκυλί. Κινείται δίπλα του σε τυφλή πτήση, αλλά δρασκελίζει επιδέξια κάθε πέτρα στον δρόμο τους προς την κοιλάδα.

Μόνο σήμερα μένει πίσω αργοπορημένος. Το δυνατό βέλασμα από το μαντρί δίπλα στο σπίτι του Γιώργου στην άλλη πλευρά της κορυφογραμμής –σε μια πλαγιά πλαισιωμένη από ξερόχορτα και σπάρτα– είναι διαπεραστικό όσο το κοροϊδευτικό γέλιο των θεών όταν από καθαρή πλήξη ή κακία περιπαίζουν τους θνητούς.

himmel ausschnitt gegen stein

Οι πρώτες σταγόνες γίνονται ορατές στη σκόνη του μονοπατιού, πυκνώνουν, αναδεύουν την άμμο και την εκσφενδονίζουν πιο ψηλά από τους αστραγάλους. Μουλιάζουν τα βρύα των βράχων με το νερό τους, κάνουν τους κορμούς των δέντρων να γυαλίζουν. Ο Γιώργος φεύγει μουσκεμένος προς τα χαμηλά, στην πλάτη του το πολυκαιρισμένο δερμάτινο σακίδιο.

Η ουράνια πλημμύρα σάρωσε όλους τους σπόρους της φύσης, της στραπατσαρισμένης ροδίζουσας λαδανιάς, του αγκαθωτού θάμνου της κάπαρης και του κίτρινου σαν το κυδώνι γιγαντιαίου μάραθου.

Ο βρυχηθμός του ανέμου, που προμηνύει τη μεγάλη νεροποντή, εξοστρακίζει την τελευταία φαιοκίτρινη γύρη, ως κάλπικο χρυσό, από τα κουκουνάρια του πεύκου· στροβιλίζει ό,τι βρίσκει μπροστά του και συνεχίζει να πλημμυρίζει τον τόπο, συμπαρασύρει –χείμαρρος πια– το πέτρωμα και διαπερνά σαν σιδερένια γροθιά τη φύση, που ώρα τώρα σταμάτησε να αντιστέκεται.

Η πλημμύρα όλο και φουσκώνει, σκάει τώρα στη βουνοπλαγιά, σαρώνει τα πάντα, κατακλύζει το κοκκινωπό μονοπάτι, ξεχύνεται στους ακανθόθαμνους και μαίνεται στη θαλασσιά ξυλόπορτα του σπιτιού της Στέλλας.

Ο βροντές θέλουν να τινάξουν το βουνό στον αέρα. Όσο οι αστραπές χτυπάνε ανελέητα τον ταραγμένο κόσμο, η Μαρία, μόνη της στο σπίτι, σταυροκοπιέται κάθε τόσο κουρνιασμένη σε μια γωνιά.

Η οργή της βροχής σφυροκοπά την πόρτα ολοένα και πιο επιτακτικά, μέχρις ότου το ισχυρό εσωτερικό μάνταλο από ξύλο πεύκου γίνεται χίλια κομμάτια και η πόρτα ανοίγει με πάταγο προς τα μέσα.

Το συμπαγές μέτωπο του νερού σκάει ανεξέλεγκτα σαν βράχος στο δωμάτιο, αναγκάζοντας όλον το σπόρο, που είχε προηγουμένως σαρώσει, να στριμωχθεί ανάμεσα στα σκέλια της Μαρίας και να ξεχυθεί στον κόλπο της που θρηνεί.

Έτσι βρίσκει και παρηγορεί ο Γιώργος τη Μαρία. Και τώρα αυτή ξέρει τι ακριβώς τραγουδούσε ο θείος της κάτω από το πεύκο πριν την καταιγίδα. Τώρα, ναι, τώρα αναγνωρίζει το ρεφρέν.

Ο Γιώργος παρέμεινε στην επιφάνεια. Και ούτε είναι ήρωας.

Λίγα λεπτά αργότερα η καταιγίδα κοπάζει, ξεθυμαίνει. Μόνο οι θάμνοι συνεχίζουν να αχνίζουν.

Το τοπίο είναι τώρα καλοστρωμένο τραπέζι για ένα πλούσιο γεύμα. Πολύχρωμα διακοσμημένο και απίστευτα όμορφο. Το συναίσθημα όμως κοντεύει να πνιγεί από αυτό το υπέρογκο λαρδί. Όλα είναι υπερβολικά λιπαρά. Όλα είναι υπερβολικά πολύχρωμα. Όλα είναι υπερβολικά υπερβολικά. Αλλά έτσι είναι, ακριβώς έτσι κι όχι αλλιώς.

Οι αισθήσεις δεν πολιορκούνται, δεν σαγηνεύονται, σχεδόν στραγγαλίζονται. Είναι όπως σαν μια νύχτα έρωτα, όπου όλα είναι στρωτά αλλά λείπει η αγάπη· όταν η κάθαρση εξυψώνει και καταβαραθρώνει τα πάντα σε ένα χάσμα απέραντα όμορφο, επειδή τη νύχτα αυτή, στον κόσμο αυτόν, δεν υπάρχει θέση για μια γενικώς ανεκτή μετριότητα.

***

Το φως του φεγγαριού φωλιάζει στα βρεγμένα, φαιοκόκκινα κεραμίδια με την από αρχαίων χρόνων απαράλλακτη λακωνική τους καμπύλη. Ογκόλιθοι δίνουν πρόσθετο βάρος στη σκεπή για να αντιμετωπίσει τους χειμωνιάτικους ανέμους.

Στις αόρατες ορεινές πλαγιές καταλαγιάζουν γρήγορα και οι τελευταίοι χείμαρροι. Τώρα ακούγονται πάλι από μακριά, και μέσα από το μαύρο καταπέτασμα της νυχτερινής σκηνής, οι κυματιστοί ήχοι από τα λέρια των προβάτων.

Η θάλασσα της νύχτας λαμπυρίζει σαν ένα τυχαία ριγμένο βαθυπόρφυρο πανί με αποτυπωμένα πάνω του τα άστρα. Τα μωρά κλαψουρίζουν στα όνειρά τους πίσω από τα κλειστά, όλο ρωγμές παντζούρια. Τα παράπονα των φοβισμένων γλιστράνε μέσα από τα λεπτά σεντόνια. Τα νεαρά σκυλιά συνεχίζουν στον ύπνο τους το χαρακτηριστικό λάκτισμα τουθηλασµού.

Στην ασβεστωμένη ταβέρνα στην Αγία Σουμέλη με το ψυχρό φώς του νέον, τρίζουν από τα τραγούδια τα ηχεία, που κρέμονται δίπλα στα καφάσια της κόκα κόλα και της μπύρας, που στοιβάζονται μέχρι το ταβάνι, στο ρυθμό των επτά όγδοων του καλαματιανού. Αργότερα το ίδιο βράδυ τραγουδούν οι λυράρηδες Ψαραντώνης Ξυλούρης, Βασίλης Σκουλάς και Νίκος Ξυλούρης τις συναρπαστικές ιστορίες τους. Η εμφάνισή τους δεν επιβαρύνεται από περιττές χορευτικές φιγούρες.

maenner beim backgammon spiel

Τον απειλητικό τόνο, που αιωρείται στον χώρο αυτόν όταν σιωπά κάποια στιγμή η μουσική, δεν τον ακούει κανείς απ΄ όσους κάθονται σε αυτές τις σκληρές ξύλινες καρέκλες με την οδυνηρά όρθια πλάτη. Είναι σαν να τον καταπίνει ο ηλεκτρικός βόμβος του θεόρατου ψυγείου με τις ατέλειωτες σειρές από τενεκεδάκια μπύρας και μπουκάλια κρασιού Μπουτάρη δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας. Το μόνο που διαπερνά τη σιωπή είναι ο κτύπος των ζαριών που πέφτουν σχεδόν επιθετικά στον δίφυλλο, μαρκετερί ξύλινο άβακα του ταβλιού.

Αλλά η προθεσμία λήγει. Κι ας μην υπάρχουν άμεσες και σαφείς ενδείξεις.

Ως άλλο φεγγάρι η ευτυχία λαμπιρίζει με δυσπιστία στον ουρανό μέσα από τα κενά του φυλλώματος των αριών και μουρμουρίζει τραυλίζοντας μαλαματένιες συλλαβές προς το έδαφος που ανακλά το φως.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Ούβε Κριστ σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Ζει στο Βερολίνο, κάνει τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και γράφει για τους αγαπημένους του ταξιδιωτικούς προορισμούς ανά την υφήλιο. Επισκέπτεται την Ελλάδα και την Κρήτη εδώ και δεκαετίες, συνάντησε συχνά τον Μίκη Θεοδωράκη, αγαπά τον Καζαντζάκη, τον Ρίτσο, τον Καβάφη, τον Ελύτη, τον Παπαδιαμάντη, αλλά και τον Καίστνερ, τον «Κολοσσό του Μαρουσιού» του Μίλλερ, τα «Πικρολέμενα» και την «Κερκυραϊκή Τριλογία» του Λώρενς Ντάρελ, καθώς και ούζο, ρετσίνα και τζατζίκι και διαθέτει – στην χειρότερη περίπτωση ως άλλοθι – και Έλληνα γαμπρό.

Κείμενο: Ούβε Κριστ. Φωτογραφίες: Ούβε Κριστ και Ίνα Κούτουλα. Μετάφραση: Α. Τσίγκας.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε