Γκιακ

Απόσπασμα από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

13 Φεβρουαρίου 2020: Συζήτηση πάνελ επ΄ ευκαρία της Διεθνούς Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας. Μεταξύ των προσκεκλημένων συγγραφέων είναι και ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και επιτυχημένους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Το diablog.eu παρουσιάζει ένα απόσπασμα από τη συλλογή Γκιακ, όπου είναι έντονη η παρουσία της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919–1922. Το 2014 ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του νέου εκδοτικού οίκου Αντίποδες κερδίζοντας πολλά βραβεία και πουλώντας πάνω από 40.000 αντίτυπα.

Το diablog.eu παρουσιάζει στη γερμανική έκδοση της ανάρτησης το ίδιο απόσπασμα σε μετάφραση της Angelika Gravert και του Θανάσης Τσίγκα. Το Γκιακ αποτελεί λόγω της προφορικότητας τού κειμένου μια μεταφραστική πρόκληση.

«Die literarische Sprache» (Η λογοτεχνική γλώσσα) – συζήτηση πάνελ επ΄ ευκαρία της Διεθνούς Ημέρας της Ελληνικής Γλώσσας. Με συντονισμό του Χρήστου Αστερίου συζητούν οι συγγραφείς Μαρία Τοπάλη, Γιάννης Δούκας και Δημοσθένης Παπαμάρκος για τις παραδόσεις, τις δυνατότητες και τα όρια της ελληνικής γλώσσας.
Πότε: Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου 2020, 6:00 μ.μ.
Πού: Seminarzentrum (L 116) του Ελεύθερου Πανεπ. του Βερολίνου, Otto-von-Simson-Str. 26, 14195 Berlin

Οι ήρωες του Παπαμάρκου εξομολογούνται σε πρώτο πρόσωπο εμπειρίες και αναμνήσεις από τον μιικρασιατικό πόλεμο. Είναι Αρβανίτες που μετακινήθηκαν στη σημερινή Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα καταγόμενοι από πληθυσμούς με αρχαίες παραδόσεις και έθιμα. Σε στιγμές συναισθηματικής φόρτισης ο Παπαμάρκος τους αφήνει να μιλούν αρβανίτικα, μια επηρεασμένη από τα ελληνικά αλβανική διάλεκτο. Σήμερα τα αρβανίτικα συγκαταλέγονται στις απειλούμενες από εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης.

Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε

Την αδερφή μου τη Σύρμω τη θυμάσαι. Ναι, στάσου, δε σ’ το λέω γι’ αυτό. Άσε με να σου πω. Η Σύρμω, που λες, κι εγώ ήμασταν οι μικρότεροι. Ήταν, δηλαδής, κι ο Χριστόφορος, αλλά πέθανε εκεί στα ένα δυο το παιδάκι, θιοσχωρέστον, κι ούτε που προλάβαμαν να το λογιάσουμε γι’ αδέρφι. Με τη Σύρμω ήμανε πιο κοντά απ’ όλους. Βλέπεις, τον Σταμάτη και τον Βασίλη τους είχε κάνει η μάνα μ’ νωρίς κι ώσπου να γίνω κάπως γω, αυτοί ήτανε κιόλας άντρες για παντρειά. Τα στερνοπούλια ήμασταν μεις. Εγώ κι η Σύρμω. Ήτανε πιο μεγάλη τέσσερα χρόνια από μένα, ήτανε και κορίτσ’, κι απ’ όλους πιο πολύ αυτή με μάζευε. Με μεγάλωσε, δηλαδής, στην κυργιολεξία. Έφευγε η μάνα μ’ κι ο πατέρα μ’ στις δουλειές με τους άλλους τους μεγάλους και μ’ άφηνε με την αδερφή μ’, γιατί κι η γιαγιά μ’ η μακαρίτισσα είχε αρχίσει να στραβώνεται τότες και δεν της είχε και πολλή εμπιστοσύνη. Όσο θυμάμαι γω τον εαυτό μ’ μικρό, τη Σύρμω θυμάμαι να μου βάνει να φάω, να με πλιένει, να με ξεσκατίζει, να με βάνει για ύπνο. Και δεν ήμανε κι εύκολο παιδί. Κακορίζικος, στραβόξυλο. Όλο με την γκρίνια. Αλλά μια φορά δε με μάλωσε. Έτσι να βαρυγκομήξει κι εκείνη σαν παιδί, να πει άμε στο διάλο. Όλο με το γλυκό το λόγο, όλο με την υπομονή. Τακούλη μ’ και Τακούλη μ’, μ’ είχε. Σα μανούλα. Να σκεφτείς, μια φορά που μ’ είχε πιάσει η μάνα μ’ και μ’ έδερνε, για τα τις, ούτε που θυμάμαι, μπήκε η Σύρμω στη μέση και λέει, μάνα, άσ’ το κούτσκο, παιδί ’ναι, τόσο του ’κοψε τόσο έκαμε. Κι αρπάζει η μάνα μ’ απ’ τα νεύρα κι αρχινάει αυτήνανε στο ξύλο. Συ που του σκώνεις την ουρά, της είπε. Κι η Συρμούλα ούτε κιχ. Κι άμα ξαπλώσαμε δίπλα δίπλα το βράδυ, με πήρε έτσ’ αγκαλιά και μ’ είπε, μη στεναχωριέσαι, Τακούλη μ’. Είμαι γυναίκα μεγάλη και δεν πονάω που με βαράει η μάνα. Να, στο σταυρό που σου κάνω, έτσι μου ’πε. Και τι; Κορτσάκι κι αυτή μικρό. Δώδεκα δεκατριώ θα ’ταν δε θα ’ταν τότες. Τόσο καλόβολη κι επιδέξια ήταν, σα γυναίκα μεγάλη. Αφού θυμάμαι τη θεια-Ντίνα, που ’λεε στη μάνα μ’, Παγώνα, τούτη δω, τόσο άξια που ’ναι, θα σου δώκουνε προίκα, δε θα σου ζητήξουνε. Μη σ’ τα πολυλογώ, μικρός όλο πίσω από κείνη έτρεχα. Με το ’να χέρι έκαμα πράματα και με το άλλο έψαχα να πιάσω το σιγκούνι της Σύρμως.

steinformation

Και που άρχισα ν’ αντρεύω, πάλι γύρω γύρω από την αδερφή μ’. Τόσο που μ’ έπιασε μια μέρα και μου είπε, σύρε ρε να παίξεις με τ’ άλλα τα παιδιά. Κορίτσ’ είσαι που όλο κλωθογυρνάς δώθε στ’ αργαλειό; Μ’ είχε πειράξει πολύ τότες αυτό που ’χε πει, τόσο που ούτε της γύρσα κουβέντα. Γω που δεν χάριζα σε κανέναν, σαν το σκυλί. Αλλά κατάλαβα που το ’λεε από αγάπη, βλέπεις. Με τα πολλά έφτασε κείνη να γίνει κοπέλα για παντρειά κι εγώ αντράκι και πάλιε αχώριστοι. Κι έλεε η μακαρίτισσα η μάνα μ’, κι απόψε να πεθάνω, ήσυχη θα πάω που ’ν’ τα παιδιά μ’ τόσο μονιασμένα και το ’να στέκεται στ’ άλλο. Γιατί άμα μεγάλωσα και γίνηκα άντρας, Αντώνη, από τη Σύρμω γίνηκα.

Ένα βράδυ, που λες, γυρνάω απ’ τη Λιούμλια που ’χα πάει να ποτίσω τα ζα. Μπαίνω σπίτι κι όπως το ’χα συνήθειο προτού ανοίξω καλά καλά την πόρτα, φωνάζω στη Σύρμω να μου κενώσει να φάω. Βλέπω που δεν παίρνω απόκριση, φωνάζω ξανά. Τίποτα. Κοιτάω. Άδειο το σπίτι. Ούτε η Σύρμω ούτε η μάνα μ’ ούτε ο πατέρα μ’. Βγαίνω ξανά μια έξω στην αυλή, ξαναφωνάζω, ξανά τίποτα. Με τα πολλά, κοιτάω στον αχερώνα, στον καμπινέ, όπου μου πήγαινε και δε μου πήγαινε το μυαλό. Λέω, δε μπορεί, έπεσε η νύχτα και δεν είναι κανένας στο σπίτι; Πάω χτυπάω την πόρτα στη θεια μου δίπλα, κι εκεί κανένας. Παραδίπλα στον άλλο, τίποτα. Ανησύχησα. Μου γύρναε το μυαλό σβούρα. Λέω, τι κακό γίνηκε και δεν είναι κανείς στα σπίτια τους. Λέω από μέσα μ’, μη βάνεις όλο το κακό με το νου, κάτι θα ’ναι, θα γυρίσουνε. Είν’ κι η ώρα αργά, δεν μπορούνε να γυρνάνε για πολύ. Αλλά πέφτει πίσσα το σκοτάδι και πάλιε κανένας να γυρίσει. Κι εκεί που είμαι και συλλογιέμαι να πάω στο καφενείο να ρωτήξω, να ιδώ μη γίνηκε κάνα μεγάλο κακό, ξέρω γω, κι είναι όλοι στην εκκλησία, ακούω που ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει ο πατέρα μ’ με όλα τ’ αδέρφια του, πίσω η μάνα μ’ με τον θειο μ’, κι από πίσω ο Βασίλης κι ο Σταμάτης με τις γυναίκες τους. Μη σ’ τα πολυλογώ, λίγο πολύ όλο το σόι κι όλοι με τα κεφάλια κάτ’, σα σε κηδεία. Είδες τη Σύρμω; με ρωτάει ο πατέ- ρα μ’, προτού προλάβω να πω κουβέντα. Τι λες; του λέω. Η Σύρμω έφυγε αχάραγα να πάει στη βρύση να πιάσει νερό. Εγώ ολημερίς είμαι στη Λιούμλια. Τι δουλειά έχω να ’μαι με τη Σύρμω; Κι εκεί μου λέει ότι από το πρωί η Σύρμω δεν είχε φανεί. Άμα είδανε που αργεί, ρωτήξανε δω κει, αλλά ούτε που την είδε κανείς, κι ωσότου να πιάσει το βράδυ τη γυρεύανε. Στη βρύση πήγανε, στην Παναγιά, μέχρι το Χούνι φτάσανε, αλλά η Σύρμω πουθενά. Μου ’ρθε σα σβημάρα με το που μου το ’πε. Με πιάνουνε κάτι νεύρα και βάνω τις φωνές. Και τι κάθεσαι τότες, ρε γέρο; του λέω. Είν’ η αδερφή μ’ χαμένη κι εσύ γυρνάς στο σπίτ’; Πάρε δυο δαδιά και πάμε κι ούτ’ ένας να μη γυρίσει χωρίς να βρεθεί η Σύρμω. Ήμανε στα δεκάξι τότες και λογιόμουν άντρας, αλλά όσο και να ’μουνα, το ξέρεις κι εσύ καλύτερα από μένα, έτσ’ δε μιλάς στον πατέρα σ’. Αλλά δε μου ’πε τίποτα, ούτ’ αυτός ούτε κανένας, που κανονικά ακόμα θα με δέρνανε που ’χα μιλήσει έτσ’, με δίχως σέβας καθόλου. Βλέπεις, και δίκιο είχα, και ξέρανε που την αγάπαγα τη Σύρμω πολύ. Μου πέσανε πάνω μόνο με τα καλόλογα και μου ξηγήσανε που δε φελάει να βγούμε πάλι μες στη νύχτα. Είχανε πει στον βλάμη τ’ αδερφού μ’ του Βασίλη που ’ταν κυνηγός κι είχε σκυλιά και το πρωί πρωί θ’ αρχινούσαμε πάλι το ψάξιμο και δε θ’ αφήναμε πέτρα αγύριστη αν δε βρίσκαμε τη Σύρμω. Κάτσανε ύστερα και στρώσανε να φάνε, κι όλοι τους ήτανε ανόρεχτοι και δε βγάνανε μιλιά, παρά για να πούνε πού θα κοιτάξουνε πάλι το πρωί κι από πού θ’ αρχινήσει ο καθένας. Γω μήδ’ έτρωγα μήδε μίλαγα, μόνο σκεφτόμουνα και σκεφτόμουνα τι να ’χε γενεί και δε γύρισε η Σύρμω. Κι αν έβαλα με το νου μου πράματα κακά! Αλλά δεν μπόραγα να τα πιστέψω και στο τέλος είπα, θα χτύπησε κάνα πόδι, θα ’δε που δεν μπορεί να γυρίσει ταχιά και θα λούφα- ξε πουθενά μέχρι να πάμε να τη βρούμε. Κι έτσ’ ησύχασα λίγο και κοιμήθκα.

loecher im sand

Ξύπνησα αχάραγα, πρώτος απ’ όλους, και τους έβαλα πόστο να σκωθούνε και να μη χασομερήσουμε άλλο. Πήγε ο Βασίλης έφερε τον βλάμη του και τα ζαγάρια, και βγήκαμε όλοι κομπανία και πιάσαμε τις τέσσερις άκριες του χωριού. Όσο να σηκωθεί ο ήλιος να κάψει καλά, εγώ, ο Σταμάτης κι ο θειος μ’ ο Νίκος είχαμε φτάσει σχεδόν στη Λημνιώνα, και τόπο στ’ ανάμεσο δεν είχαμε αφήσει ατάραχο. Είχαμε πει, άμα φτάναμε στη θάλασσα, θα κάναμε ένα γύρω την άμμο και θα ’ρχόμασταν μετά να πέφταμε στον Αϊ- Λια κι εκεί θ’ ανταμώναμε με τον πατέρα μ’ και τον άλλο τον αδερφό του, τον Φάνη, να δούμε άμα θα ’χε βρει κανείς τη Σύρμω. Όντως κι έτσι κάναμε, αλλά στον Αϊ-Λια που φτάσαμε δε βρήκαμε κανένα. Καθόμαστε να περιμένουμε, ξανασυζητάμε σε ποια μεριά να κοιτάξουμε μετά, αλλά περνάει η ώρα, φτάνει μεσημέρι και δεν έχει φανεί ψυχή. Λέει ο θειος μ’, πάμε σαπάν’, κει που ψάχουνε αυτοί και θα τους πετύχουμε στο δρόμο.

Μια και δυο αρχινάμε πάλι και παίρνουμε το μονοπάτι πίσω απ’ τον Αϊ-Λια με το σκυλί αφημένο να πάει μπροστά σ’ όλο το δρόμο και μεις να κοιτάμε σ’ ό,τι κρυψώνα είχε το μέρος. Με το που φτάνουμε στη δικέλλα που στρίβει μια για το χωριό μια για το μοναστήρι, ακούμε που πίσω απ’ τη ράχη έρχονται φωνές. Αρχινάει να γαβγίζει το σκυλί, αρχινάω να τρέχω κι  εγώ προς το μέρος, και με το που βγαίνω απάν’ βλέπω τον πατέρα μ’ και τον άλλον τον θειο μ’ που κάθουνται σκυμμένοι, μισοκρυμμένοι πίσω από ένα σκίνο. Τρέχω, κι εκεί που τοιμάζομαι να τους τροκιμήξω που χασομεράνε, βλέπω τη Σύρμω. Ξαπλωμένη τ’ ανάσκελο κι είχε το πρόσωπο στα αίματα. Είχε βγάλει ο πατέρα μ’ το σακάκι του και το ’χε ρίξει πάνω στο κορμί της, κι ο θειος μ’ παραδίπλα κράταε στα χέρια του τις δυο κοτσίδες της, κομμένες, να κρέμουνται σαν ψόφιες δραγκολιές. Τρέχα στο χωριό, μου λέει ο θειος μ’, και σύρε φέρε τ’ άλογο και μια βελέντζα, και πες και του γιατρού να ’ρθει κοντά. Μια που μου το ’πανε και μια που βάζω τα πόδια στην πλάτη και κάνω το δρόμο με μιαν ανάσα. Όσο να ξαναγυρίσω είχανε μαζευτεί κι όλοι οι άλλοι κι άκουγα τα κλάματα της μάνας μ’ απ’ τα μακριά μαζί με τα ουρλιαχτά απ’ τα σκυλιά. Κατεβαίνω απ’ τ’ άλογο και τους κάνω όλους πέρα να περάσει ο γιατρός και μαζί του πέφτω κι εγώ δίπλα στη Σύρμω και κοιτάω που αρχινάει να την πασπατεύει και να την ψάχει. Κι έλεγα από μέσα μ’, κάνε να ζει και να γίνει καλά, Παναγία μ’, και σ’ το τάζω να γίνω καλόγερος. Μόνο να ’ναι καλά η Σύρ- μω. Δεν της ήταν γραφτό όμως. Λέει ο γιατρός, το κορίτσ’ ίσα π’ ανασαίνει. Το κεφάλι και τα μέσα της είν’ όλα μαντάρα. Είν’ άσκημα πολύ κι ούτε μόνη της θα γιάνει ούτε γω μπορώ να κάνω άλλο τίποτα. Είναι θαύμα που τη βρήκατε ζωντανή, αλλά και να τη σηκώσετε, μέχρι το χωριό δε θα ζήσει. Άμα θέτε να της κάνω μια ένεση να μην πονάει, αλλά αφήκετέ τηνα δω, να μην τυραννιστεί άλλο.

Κει κάτσαμε και τη χαϊδέψαμε και την αγκαλιάσαμε και παρηγοριά δεν πήραμε που ’ταν στα χέρια μας, γιατί την κλάψαμε σαν πεθαμένη όσο ήταν ακόμα ζωντανή. Δεν μπόραγα να της πω κουβέντα, μόνο είχα βαλθεί να της δροσίζω το πρόσωπο με το μαντήλι, κι όταν άρχισε να σπαρταράει απ’ την κάψα κι απ’ τον πόνο, τη φίλησα και είπα από μέσα μ’, άι μανα μ’, άι καρδούλα μ’, μην κάνεις άλλο κουράγιο. Φεύγα να ξεκουράζεσαι κι εσύ. Σα να μ’ άκουσε, Αντώνη, σα να με κατάλαβε που την κοιτούσα έτσι στα ματάκια της μέσα, γιατί αυτή μ’ είχε σα γιο κι ήξευρε το καθετίς μου. Και τότες ξανάσανε κι αλαφρώθκε. Με σηκώσανε και μένα μαζί με κείνη, γιατί άλλο πια δε με βαστάγανε τα πόδια μ’, κι άλλο τίποτα δε θυμάμαι απ’ το γυρισμό μόνο που περπάταγα δίπλα στ’ άλογο και την κράταγα απ’ το χέρι κι όσο προχωρούσε ο δρόμος κρυώνανε και τα δαχτυλάκια της.

sand und knochen

Τα επίλοιπα δεν έχει όφελος να σ’ τα πω. Κάθε φορά που τα θυμάμαι, κάθε φορά ορφανεύω απ’ την αρχή. Ξέρεις όμως που είπανε ότι η Σύρμω δεν είχε πέσει να χτυπήσει. Κάποιος την είχε βρει εκεί που πήγαινε και την είχε χαλάσει. Αυτό είναι σίγουρο. Κι όταν την πίστεψε πεθαμένη, έκοψε και τις κοτσίδες της και τις πέταξε στα σκίνα παραδίπλα. Εκεί τις είχε βρει κι ο θειος μ’. Ε, λοιπόν, όταν το ’μαθα πήρα όρκο να τον βρω τον φονιά. Γύρισα στο μέρος που ’χε απαρατήσει την αδερφή μ’ κι έπιασα την πέτρα που ’χε ακουμπήσει το κεφάλι της κι ορκίστκα στην πέτρα να τον σκοτώσω και να τον κρύψω, έτσ’ που να μην τόνε βρούνε ούτε τα θηρία. Έτσ’ όπως έκανε κι αυτός με τη Σύρμω.

Στα δυο χρόνια ανάμεσο που πέθανε η αδερφή μ’ και που πήρανε τη σειρά μ’ για τη Μικρασία ο νους μ’ δεν ησύχαζε. Πάγαινα στα χωράφια, στις ελιές, στα πρόβατα, στο καφενείο, στην εκκλησία κι όλο παραφύλαγα και κοίταγα γύρω γύρω να δω κάνα χούι παράξενο, ν’ ακούσω καμιά κουβέντα κρυφή, μπας και μάθω ποιος είν’ ο φονιάς. Μου ’χανε πει τ’ αδέρφια μ’ ότι ήτανε ξένος, ότι χωριανός δε θα ’κανε τέτοιο κακό. Να τ’ αφήσω αυτό το σαράκι, γιατί μονάχα εμέ- να θα ’τρωγε στο τέλος. Μα γω το ’ξερα πως ήτανε δικός μας. Κει που τη βρήκαμε δεν περνάει δρόμος γι’ αλλού, κατάλαβες; Το μέρος είναι χωσιά, δεν είναι για διαβάτες. Πρέπει να θες να πας να πέσεις εκεί. Κι αυτός που το ’χε κάνει ήξερε, για τ’ αυτό την είχε κρύψει εκεί κιόλας. Μη σε ζαλίζω, δεν έχει σημασία. Τότες άκρη δε βρήκα. Κι έπειτα έφυγα.

Ο συγγραφέας:
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε το 1983 στη Μαλεσίνα Λοκρίδος. Ο ιστορικός και διδακτορικός φοιτητής της Οξφόρδης εργάζεται ως σύμβουλος σεναρίων στην Faliro House Productions. Δημοσιεύει μυθιστορήματα και διηγήματα από το 1998.

Κείμενο: Δημοσθένης Παπαμάρκος. Απόσπασμα από το «Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε» (αρβανίτικα, Θα σου κόψω τις κοτσίδες) από τη συλλογή Γκιακ, εκδόσεις Αντίποδες, Αθήνα 2014. Φωτογραφίες: Α. Τσίγκας.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε