Είμαι παιδί δύο κόσμων

Η αυτοβιογραφία της Adele Neuhauser

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Πρεμιέρα στο diablog.eu: Ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Αντέλε Νοϊχάουζερ «Ήμουν ο χειρότερος εχθρός μου», μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Σπύρο Μοσκόβου. Η δημοφιλής Αυστριακή ηθοποιός με ελληνικές ρίζες, γνωστή από το θέατρο και την τηλεόραση, περιγράφει τη σταδιοδρομία και την ιστορία της οικογένειάς της. Αν θέλετε να ζήσετε από κοντά την Αντέλε Νοϊχάουζερ, πάρτε μέρος στις 2 Φεβρουαρίου 2018 στη φιλανθρωπική εκδήλωση του νέου βιεννέζικου συλλόγου «Ελληνικό Κύμα Βιέννη», όπου θα μιλήσει για το ελληνικό κομμάτι του εαυτού της! Στο βιβλίο της γράφει χαρακτηριστικά: «Είμαι παιδί δύο κόσμων: Αν και δεν μιλάω πια ελληνικά, κουβαλάω την Ελλάδα μέσα μου τόσο όσο και την Αυστρία, την Αμοργό το ίδιο όπως και το Βαλντφίρτελ.»

Buch-Cover: Aldele Neuhauser, Ich war mein größter Feind, Spiegel Bestseller

Είμαι παιδί δύο κόσμων

Αναγκάστηκα να κάνω υπομονή μερικά χρόνια και να περιμένω στο σύμπαν, μέχρι ότου συναντηθούν και ευτυχήσουν οι γονείς μου.

Ο πατέρας μου, ο Γκέοργκ Νοϊχάουζερ, ήταν σε όλη του τη ζωή γέννημα θρέμμα νησιώτης: περίεργος, δραστήριος, γεμάτος ενεργητικότητα. Γεννήθηκε το 1923 στον Πειραιά και μεγάλωσε στη Σύρο, το κεντρικό νησί των Κυκλάδων. Ο πατέρας του, υδραυλικός μηχανικός, καταγόταν από τη Στυρία. Στην Ελλάδα είχε πάει για επαγγελματικούς λόγους, μετά γνώρισε και ερωτεύθηκε τη γιαγιά μου και τελικά έμεινε στη Σύρο.

Ο πατέρας μου πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή και ευτυχία. Ήταν πραγματικό διαβολάκι, τάιζε για παράδειγμα τις κότες με ψωμί βουτηγμένο σε ούζο για να τρεκλίζουν μετά μεθυσμένες στην αυλή, ή προς μεγάλη λύπη ορισμένων έπαιρνε με το αυτοσχέδιο αυτοκινητάκι του τα κατηφορικά καλντερίμια κάνοντας αφόρητο σαματά μέχρις ότου του βάλουν τις φωνές και του ρίξουν κατακούτελα έναν κουβά νερό.

Τα ευτυχισμένα παιδικά και νεανικά χρόνια του πατέρα μου διακόπηκαν απότομα μόλις ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο παππούς μου έστειλε τον γιο του στην Αυστρία με τη φρούδα ελπίδα ότι στην παλιά πατρίδα θα ήταν πιο ασφαλής απέναντι στην αγριότητα του πολέμου απ’ ότι στην Ελλάδα, όπου ήδη από το 1941 οι ναζί προκαλούσαν λυσσαλέες καταστροφές. Έτσι ο πατέρας μου πήγε στον θείο του στη Στυρία, εκεί όμως τον κάλεσαν αμέσως στα όπλα. Είχε αυστριακό διαβατήριο και κατά συνέπεια ήταν «επίσημα» πολίτης του Γερμανικού Ράιχ.

Από διηγήσεις του έμαθα ότι ο αδερφός της γιαγιάς, ο θείος Γκέοργκ, παραπονιόταν αργότερα επειδή ο παππούς, αντί να στείλει τον πατέρα μου στην Αυστρία, δεν τον είχε εμπιστευθεί στον ίδιο. Ο Γκέοργκ ήταν καπετάνιος σε μεγάλα φορτηγά πλοία και ταξίδευε σε θάλασσες και ωκεανούς. Ήθελε να πάρει απλώς τον πατέρα μου μαζί του και να τον αφήσει για παράδειγμα στην Αίγυπτο, όπου ενδεχομένως θα είχε πράγματι αποφύγει τον πόλεμο.

Στη Σύρο υπήρχε ένας μεγάλος ταρσανάς, όπου ο πατέρας μου γεμάτος περιέργεια έκοβε συχνά βόλτες μετά το σχολείο και παρακολουθούσε τους εργάτες στην επικίνδυνη δουλειά τους. Τα υπερωκεάνια και τα επιβατηγά που κατασκευάζονταν και συντηρούνταν εκεί είχαν ξυπνήσει τον πόθο του για τα θαλασσινά ταξίδια. Γι’ αυτό και πολύ θα ήθελε να πάρει άδεια καπετάνιου στο Αμβούργο, μόνο που του αρνήθηκαν επειδή τα γερμανικά του ήταν πολύ κακά.

Αντί γι’ αυτό τον έστειλαν στους μηχανικούς τεθωρακισμένων. Η σκληρή και σωματικά πολύ βαριά εκπαίδευση έκανε τον πατέρα μου, τότε ακόμα ένα λεπτό αγόρι από το νησί, γεροδεμένο άντρα. Ενώ διαρκούσε ακόμα ο πόλεμος πήρε μια μέρα το κακό νέο ότι ο πατέρας του ήταν ετοιμοθάνατος. Μετά από πολλές πιέσεις και παρακάλια πήρε τελικά άδεια. Μ’ ένα έγγραφο ελεύθερης διέλευσης πήρε τον επικίνδυνο και γεμάτο εμπόδια δρόμο για τη Σύρο.

Αργότερα μου μιλούσε συχνά για κείνο το περιπετειώδες ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα. Μέσα στην αντάρα του πολέμου δεν μπορούσε να πάει στον προορισμό του κατ’ ευθείαν και υποχρεώθηκε να τα βγάλει πέρα μέσα από παράνομες διαδρομές από το ένα σύνορο στο επόμενο. Ξυραφάκια, τσιγάρα και άλλα απλά πράγματα καθημερινής χρήσης ήταν τα μέσα δωροδοκίας, με τη βοήθεια των οποίων κατάφερε τελικά να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια. Όταν έφτασε επιτέλους στη Σύρο, ο πατέρας του ήταν ευτυχώς ακόμα ζωντανός – στο μεταξύ όμως είχε πεθάνει η μητέρα του. Ο παππούς μου δεν άντεξε το χαμό της αγαπημένης του γυναίκας και λίγο μετά – η άδεια του πατέρα μου από τον στρατό είχε κιόλας τελειώσει – πέθανε κι αυτός. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του τον πατέρα μου τον έτρωγε ότι δεν μπόρεσε να πει το τελευταίο αντίο στους γονείς του.

Μετά τον πόλεμο, του οποίου ευτυχώς ο πατέρας μου επέζησε σώος και αβλαβής, σπούδασε στην Ακαδημία Εικαστικών Τεχνών της Βιέννης αρχιτεκτονική. Μέχρι τον πόλεμο το μόνο γερμανικό στοιχείο στη ζωή του ήταν το οικογενειακό όνομα Νοϊχάουζερ που είχε κληρονομήσει, είχε μεγαλώσει με τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα και αναγκάστηκε να μάθει γερμανικά όταν ήταν σχεδόν είκοσι χρονών κατά της διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Ακόμα και πολύ αργότερα του ξέφευγαν κάθε τόσο στα γερμανικά μικρά γραμματικά λάθη. Πρέπει πάντως να πω ότι καλλιεργούσε με ευχαρίστηση αυτές τις γλωσσικές ιδιαιτερότητές του, επειδή ήταν της άποψης ότι ταίριαζαν πολύ καλά με το ελληνικό προφίλ του. Οι συνάδελφοι και οι φίλοι του τον αποκαλούσαν «ο Έλληνας» κι αυτός δεν έχανε ευκαιρία να ρίξει κι έναν ελληνικό χορό όποτε γινόταν γιορτή.

Σύντομα ο πατέρας μου ερωτεύθηκε την αδελφή ενός συμφοιτητή του, μια μόλις δεκαεξάχρονη μαθήτρια που την έλεγαν Ελίζαμπετ, και κατάφερε να πείσει τους γονείς της ότι επρόκειτο για κάτι πολύ πιο μεγάλο από απλή ερωτοτροπία, η φιλοδοξία και η προσήλωση στους στόχους του τους εντυπωσίασαν. Τελικά βέβαια και η γιαγιά μου εκμεταλλεύθηκε με πολλή ξεροκεφαλιά τα αισθήματα που έτρεφε ο πατέρας μου, επειδή ήθελε να δαμάσει και να παντρέψει την όμορφη αλλά και ζωηρή κόρη της. Αποφάσισε απλώς ότι έπρεπε να τακτοποιηθούν τα πράγματα. Αν ο πατέρας μου ήθελε να αποδείξει την τιμιότητα των προθέσεών του, έπρεπε να ζητήσει το χέρι της, και να που ξαφνικά η μητέρα μου βρέθηκε στεφανωμένη, παντρεμένη με έναν άντρα κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερό της. Αργότερα η γιαγιά μου μού έλεγε ότι είχε πάντα έννοιες με την νοστιμούλα αλλά επιπόλαιη μικρή της Λιζλ και γι’ αυτό ακριβώς είδε τον πατέρα μου σαν σανίδα σωτηρίας. Η γιαγιά μου πάντα προσπαθούσε να λύνει τα προβλήματα όσο πιο γρήγορα και ριζικά μπορούσε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της είχε φανεί ότι ένας γρήγορος γάμος θα ήταν η καλύτερη λύση για την κόρη της.

Adele Neuhauser und ihr Vater

Ένα χρόνο μετά τον γάμο ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ο Αλεξάντερ, ετοιμαζόταν κιόλας να κάνει την εμφάνισή του. Ήταν λοιπόν τα πάντα τέλεια; Όχι εντελώς, ή πάντως όχι για πολύ. Όταν ο Αλεξάντερ ήταν ακόμα μωρό, η μητέρα μου ερωτεύθηκε τον Γκερτ Μάρκαντ, τον καλύτερο φίλο του πατέρα μου, κι αυτός αυτήν.

Μόλις λίγο πριν πεθάνει ρώτησα μια μέρα τον πατέρα μου τι είχε συμβεί τότε με τον Γκερτ και τη μαμά, μια και η ιστορία θύμιζε σφοδρό έρωτα. Ο πατέρας μου μού διηγήθηκε ότι η μητέρα μου με τον Αλεξάντερ τότε στο καροτσάκι περνούσε συχνά ώρες στο περιβολάκι της θείας Γιόσι. Μια μέρα ο πατέρας μου πήγε να την πάρει από τον κήπο της θείας Γιόσι και συνάντησε εκεί τον φίλο του Γκερτ – τότε δεν αντέδρασε καθόλου, αν και πρέπει να είχε καταλάβει. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, μια μέρα που ο πατέρας μου ήταν στο τραμ και ανέβηκε τυχαία ο καλύτερος φίλος του ο Γκερτ, γύρισε και του έριξε το δυνατό σκαμπίλι που ο Γκερτ άξιζε κανονικά να έχει φάει μπροστά στο περιβολάκι.

Η μητέρα μου πήρε διαζύγιο από τον πατέρα μου και αμέσως μετά παντρεύτηκε τον Γκερτ Μάρκαντ. Στη Βιέννη της δεκαετίας του πενήντα ο Γκερτ ήταν στα μέσα και στα έξω, ένας μποέμ, συνδεδεμένος φιλικά με τον Χέλμουτ Κβάλτινγκερ, τον Αντρέ Χέλερ και γενικά σχεδόν με όλους όσοι την εποχή εκείνη είχαν κάποιο όνομα στη νεανική καλλιτεχνική σκηνή της Βιέννης. Σε κάποιο από τα βιβλία του ο Αντρέ Χέλερ έγραφε ότι ο Γκερτ ήταν «έξω καρδιά και στη χασούρα», και νομίζω ότι μ’ αυτή τη διατύπωση είχε πετύχει διάνα. Λίγο πιο μετά η μητέρα μου έκανε ένα γιο και στον Γκερτ: τον ετεροθαλή αδελφό μου Πέτερ. Μετά το διαζύγιο ο πατέρας μου γύρισε απογοητευμένος στην Ελλάδα, δεν είχε χάσει μόνο τη γυναίκα του αλλά και τον καλύτερό του φίλο.

Στην Αθήνα η κατάσταση βελτιωνόταν σιγά-σιγά κι έτσι έκανε καριέρα αρχιτέκτονα. Αργότερα μου έλεγε ότι αυτή ήταν μια πολύ καλή κι ευτυχισμένη περίοδος γι’ αυτόν.

Πώς λοιπόν και πότε είδε το φως η Αντέλε Νοϊχάουζερ; Ναι, επ’ αυτού η κατάσταση δεν υποσχόταν και πολλά εκείνη την περίοδο, χρειαζόταν όντως ένα δεύτερο ξεκίνημα. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα και ζούσαν σε δυο χώρες, ανάμεσα στις οποίες απλώνεται η μισή Ευρώπη. Με άλλα λόγια θα μπορούσα να συνεχίσω να ζουζουνίζω μέχρι τον αιώνα τον άπαντα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.

Για δες όμως: Μετά από τρία, τέσσερα χρόνια το πάθος ανάμεσα στον Γκερτ και τη μητέρα μου είχε προφανώς σβήσει. Δεν τα πήγαιναν πια και πολύ καλά οι δυο τους, οπότε η μητέρα μου αποφάσισε να πάει στην Ελλάδα για να επισκεφθεί μαζί με τον Αλεξάντερ τον πατέρα μου. Τι να πω: Η παλιά αγάπη ξύπνησε πάλι, η μητέρα μου χώρισε τον Γκερτ και παντρεύτηκε – για δεύτερη φορά – τον πατέρα  μου. Αποτέλεσμα αυτής της επανένωσης ήμουν στις 17 Ιανουαρίου 1959 εγώ: η μικρή Αντέλε.

Η προγιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου λεγόταν Αντέλε. Μου έδωσαν το όνομά της. Ήταν παντρεμένη μ’ έναν ράφτη που έφτιαχνε γάντια και είχε τραυματιστεί σοβαρά σε μια συμπλοκή όπου είχαν βγει μαχαίρια. Η προγιαγιά μου παρακάλεσε τον Εβραίο γιατρό Ρίχαρντ Σίνγκερ, που έμενε στο ίδιο σπίτι, να βοηθήσει τον άντρα της. Ο κύριος Σίνγκερ, επειδή έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για την προγιαγιά κι αυτή δεν είχε οικονομική άνεση, φρόντισε τον τραυματία χωρίς να πάρει χρήματα. Κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις στον ασθενή τελικά οι δυο τους ερωτεύτηκαν. Ο προπάππος μου υπέκυψε στα τραύματά του κι αυτοί παντρεύτηκαν. Τον Ιούνιο του 1942 εκτοπίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερέζιενστατ. Ως καθολική που ήταν η προγιαγιά μου μπορούσε να τον αποχωριστεί, όμως από αγάπη πήγε μαζί του με τη θέλησή της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Λίγο αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου 1942, ο κύριος Σίνγκερ απεβίωσε, πέθανε στο στρατόπεδο από την πείνα, παρά το ότι η προγιαγιά μου έκανε τα πάντα για να τον εφοδιάζει με τα στοιχειώδη. Επέζησε της απελευθέρωσης του γκέτο και λίγο μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στη Βιέννη. Φέρω λοιπόν με περηφάνια και χαρά το όνομα Αντέλε!

YouTube

Mit dem Laden des Videos akzeptieren Sie die Datenschutzerklärung von YouTube.
Mehr erfahren

Video laden

Περάσαμε όλοι μαζί τα πρώτα χρόνια της ζωής μου σε ένα άνετο σπίτι στην Αθήνα, και το θυμάμαι σαν να ήταν μια υπέροχη εποχή. Ο πατέρας μου είχε σαν γιο του τον ετεροθαλή αδελφό μου Πέτερ, και ζούσαμε μαζί σαν ευτυχισμένη, πενταμελής οικογένεια. Αργότερα μίλησα μερικές φορές με τον Πέτερ για κείνη την περίοδο, και μου το επιβεβαίωσε: Ο πατέρας δεν τον άφησε ούτε μια φορά να νιώσει ότι δεν ήταν πραγματικός γιος του. Ένιωθε πως του συμπεριφέρονταν στο σπίτι με την ίδια αγάπη και φροντίδα όπως και στα αδέρφια του – κάτι που ειδικά τότε δεν ήταν ακόμα αυτονόητο.

Ήταν υπέροχο να μεγαλώνω με δυο μεγαλύτερους αδελφούς. Θα μπορούσα να διηγηθώ ατέλειωτες ιστορίες από κείνη την εποχή. Για παράδειγμα πώς μια φορά ο Αλεξάντερ και ο Πέτερ βούλωσαν μεθοδικά με πετσέτες τη χαραμάδα της πόρτας και άρχισαν να ρίχνουν νερά στον διάδρομο με τη μάνικα του ντους, επειδή ήθελαν να μετατρέψουν το σπίτι σε πισίνα. Και πώς μετά η μητέρα μου μετέφερε λαχανιασμένη την τεράστια φλοκάτη στο μπαλκόνι για να στεγνώσει και να μην καταλάβει τίποτα ο πατέρας μου για το αστείο. Κι όταν αυτός γύρισε το βράδυ, το μόνο που διαπίστωσε καταχαρούμενος ήταν πως έλαμπε ολόκληρο το σπίτι.

Μια άλλη φορά ο Αλεξάντερ ήθελε οπωσδήποτε να εξορύξει κάρβουνο ή χρυσάφι μπροστά από την πόρτα του γκαράζ μας. Και τα δυο μου αδέλφια ρίχτηκαν με ενθουσιασμό στη δουλειά. Όταν κατάλαβαν ότι το σχέδιό τους ήταν καταδικασμένο να αποτύχει, ο Αλεξάντερ γέμισε την τρύπα που είχαν ανοίξει με νερό και χωρίς να το πολυσκεφτεί με έχωσε μέσα. Η μητέρα μου αντιλήφθηκε τα τεκταινόμενα από τους περίεργους που είχαν μαζευτεί στον φράχτη του κήπου και με βρήκε να χαχανίζω, έγχρωμη και λερωμένη από την κορφή ως τα νύχια από το κοκκινωπό χώμα της Ελλάδας, σε βαθμό που να έχω μεταμορφωθεί σε μικρή Ινδιάνα και να χρειαστούν μέρες για να με καθαρίσουν.

Μάλλον οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει μαζί με αδέρφια μπορούν να θυμηθούν ανάλογες ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια. Για μένα ειδικά αυτά τα επεισόδια έχουν ιδιαίτερη σημασία, επειδή η αναδρομικά ειδυλλιακή εκείνη εποχή επρόκειτο δυστυχώς να τελειώσει σύντομα. Η μητέρα μου νοστάλγησε τη Βιέννη κι όταν ήμουν τεσσάρων χρονών μαζέψαμε τα πράγματά μας και μετοικήσαμε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα στην Αυστρία. Την περίοδο εκείνη και ο δεύτερος γάμος των γονιών μου ήταν στην ουσία πάλι υπό διάλυση, όπως μου ομολόγησε η μητέρα μου μετά από πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου το έφερε βαρέως να φύγει μια δεύτερη φορά από την Ελλάδα και να ξαναρχίσει επαγγελματικά στην Αυστρία από το μηδέν. Αλλά κι εγώ τότε θα προτιμούσα να είχα μείνει στην Ελλάδα. Βέβαια κανένας σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ζητά τη γνώμη ενός τετράχρονου παιδιού, θυμάμαι όμως πολύ καλά πώς ένιωθα που μου είχαν πάρει το ηλιόλουστο ζεστό μεσογειακό τοπίο και το είχαν αλλάξει με τη συχνά γκρίζα και καταθλιπτική Βιέννη της δεκαετίας του εξήντα.

Κείμενο: Adele Neuhauser. Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου, με την φιλική παραχώρηση του εκδοτικού οίκου Brandstätter-Verlag. Φωτό: Αρχείο Adele Neuhauser/Brandstätter Verlag. Πληροφορίες για την εκδήλωση στη Βιέννη: https://www.facebook.com/events/165942507348832/

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε