Έτσι κάνουν όλες

Χριστουγεννιάτικο διήγημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Το καλλιτεχνικό ζευγάρι Αμάντα Μιχαλοπούλου και ο Δημήτρης Τσουμπλέκας αμπαλάρισαν ένα χριστουγεννιάτικο δεματάκι, η Michaela Prinzinger το μετάφρασε και εύχεται εξ ονόματος όλων των συνεργατών όμορφες και ξεκούραστες διακοπές.

Ταξίδεψαν στο Βερολίνο, προπαραμονή Χριστουγέννων, με μια φτηνή αεροπορική εταιρεία. Τα γόνατά του τρίβονταν στο διχτάκι με τα περιοδικά, στη ράχη του μπροστινού καθίσματος. Η γυναίκα του πνίγηκε με το σάλιο της και ζήτησε λίγο νερό. Τους το χρέωσαν δύο ευρώ.

Τους περίμενε στην αίθουσα αναμονής με το πράσινο παλτό της, την αλογοουρά και την αιώνια τσίχλα.

«Είχατε καλό ταξίδι;»

Ο πατέρας της κοιτούσε ένα αγόρι με μαλλιά ράστα και μαύρο κολ κάτω απ’ τα μάτια. «Δε μου λες, όλοι έτσι κυκλοφορούν εδώ;»

Η Δόξα έπνιξε ένα γελάκι. Η ροζ τσιχλόφουσκα έσκασε πάνω στα χείλη της. Με την επιδεξιότητα του χρήστη την μάζεψε και την έχωσε στο στόμα της πάλι.

PC310556
©Dimitris Tsoumplekas

«Ώστε συνεχίζεται η ιστορία με τις τσιχλόφουσκες;»

Τον αγκάλιασε – ο λαιμός της μύριζε αφρόλουτρο βανίλια.

«Βιλκόμεν, κύριε καθηγητά».

Στράφηκε στη μητέρα της.

«Μαμά, στις ομορφιές σου».

Πήραν ταξί. Στην έξοδο του αυτοκινητόδρομου είδαν γερανούς και σκαλωσιές.

«Πάντως το Βερολίνο δεν είναι και τίποτα σπουδαίο» είπε εκείνος.

«Σκοτεινιάζει νωρίς» μουρμούρισε η μητέρα της.

Η Δόξα έσκυψε στον οδηγό. «Μια μικρή αλλαγή πορείας», ανήγγειλε θριαμβευτικά. «Θα περάσουμε από την Ούντερ ντεν Λίντεν».

«Υπό τας φιλύρας», είπε εκείνος και κάθισε πιο αναπαυτικά. «Για να δούμε».

Σε λίγο οι φιλύρες πρόβαλλαν έξω απ’ το παράθυρο, πνιγμένες στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Με δυσκολία κρατήθηκε να μη μιλήσει για τη φλαμουριά, από το μεσαιωνικό «φλαμούριον», και για τη σημασία του «υπό», όταν μιλάμε για δέντρα – όπως στα ομηρικά «υπό δρυΐ», και «υπό όγχνην». Μπορούσε να αγορεύει επί ώρες για το δέντρο στη μινωική λατρεία, για το ορφικό χρυσόφυλλο, τους κισσούς στα Μεγάλα Διονύσια, τις λυγαριές στα Θεσμοφόρια, τις δενδρονύμφες. Αντί γι’ αυτό είπε: «Τερατώδη. Σαν φτηνοί πλαστικοί σωλήνες, φωτισμένοι».

P1020826
©Dimitris Tsoumplekas

«Να και κάτι που θα σου αρέσει, μπαμπά. Αυτό το κτήριο αριστερά είναι η Κρατική Όπερα. Σας έκλεισα εισιτήρια ».

«Τι παίζει;»

«Μότσαρτ. Κοζί φαν τούτε».

«Έτσι κάνουν όλες» είπε η μητέρα της. «Αυτό δεν είναι με τις δυο αδερφές που αλλάζουν άντρες;»

«Η συγκάτοικός μου κι εγώ έχουμε ένα μικρό πάρτι στο σπίτι εκείνη τη μέρα. Σκέφτηκα ότι θα βαριόσασταν».

Γιατί να βαρεθούν; Θα γνώριζαν και τους συμφοιτητές της.

«Απόψε, αν θέλετε, μπορούμε να πάμε σε μια χριστουγεννιάτικη αγορά».

«Αχ, ναι, έχω να πάρω τόσα δώρα», είπε η μητέρα της.

Το ξενοδοχείο τους λεγόταν «Χόνιγκμοντ» και βρισκόταν στο ανατολικό Βερολίνο. Άλλαξαν βιαστικά. Η Δόξα τους περίμενε στη ρεσεψιόν.

«Θα πάμε στην Πότσνταμερ Πλατς. Είναι κοντά. Μη σας ξεθεώσω από την πρώτη μέρα».

Η μητέρα της φορούσε γούνα, ο πατέρας της δυο πουλόβερ, το ένα πάνω απ’ το άλλο.

«Ξέρετε πώς αναγνωρίζουμε τους τουρίστες στο Βερολίνο; Ντύνονται σαν να πηγαίνουν στη Σιβηρία».

«Και τι να κάνουμε, παιδί μου; Να ξεπαγιάσουμε;» είπαν με μια φωνή.

Κατέβηκαν τις σκάλες του μετρό. Στον πίνακα ανακοινώσεων πάνω απ’ το κεφάλι τους αναβόσβησε ο αριθμός της αμαξοστοιχίας.

«Οι συγκοινωνίες φαίνονται καλές. Ακριβείς».

«Χαίρομαι που βρήκες κάτι να σ’ αρέσει, μπαμπά».

«Όλα μ’ αρέσουν όταν έχουν νόημα».

PC310672
©Dimitris Tsoumplekas

Βγήκαν σε μια πλατεία με φουτουριστικά κτήρια. Η μητέρα της φώναξε: «Θεέ μου, κοίτα!»

Η χριστουγεννιάτικη αγορά μύριζε λουκάνικο και καραμελωμένα αμύγδαλα. Στα περίπτερα κρέμονταν τεράστια μπισκότα σε σχήμα καρδιάς. Έγραφαν Σ’ αγαπώ σε διάφορες γλώσσες.

«Αυτά είναι τα περίφημα λέμπ-κούχεν, μαμά».

Πρόφερε τη γερμανική λέξη συλλαβιστά, όπως έκαναν κι οι γονείς της πριν από χρόνια, όταν της μάθαιναν ανάγνωση. Αγόρασαν τρία λέμπκουχεν για δώρα.

«Ελπίζω να μη σπάσουν μέσα στη βαλίτσα», μουρμούρισε η μητέρα της.

Από μπροστά τους πέρασαν τρία κορίτσια με σκουφιά του Αϊ-Βασίλη.

«Πού τους βρήκαν αυτούς τους σκούφους; Θέλω κι εγώ έναν», είπε ο πατέρας της.

«Σοβαρολογείς; Θα φορέσεις σκουφί του Αϊ-Βασίλη;»

«Δεν έχω σκοπό να ξεπαγιάσω».

Όταν βρήκαν το περίπτερο με τους σκούφους, τα μάτια του έτρεχαν από το κρύο και η μύτη του ήταν κατακόκκινη.

«Μπαμπά, καημενούλη μου, μοιάζεις στ’αλήθεια με τον Αϊ-Βασίλη! Θέλετε να πιείτε κάτι; Λίγο γκλού-βαϊν; Είναι ζεστό κρασί με
μπαχαρικά».

Οι γονείς της το κατέβασαν σαν βάλσαμο. Ζήτησαν κι άλλο.

«Θα σας χτυπήσει».

«Α, δε μας ξέρεις καλά».

Στο τρίτο ποτήρι ο πατέρας της έβγαλε το ένα πουλόβερ και το τύλιξε γύρω απ’ τους ώμους, σαν έφηβος. Η μητέρα της άνοιξε την πρώτη κόπιτσα της γούνας.

«Θέλω ν’ανέβω εκεί!» είπε με κοριτσίστικη φωνή.

Έδειχνε την εξέδρα με το χιόνι. Οι τουρίστες κάθονταν μέσα σε σαμπρέλες και κατρακυλούσαν με φόρα.

«Μαμά, μήπως μέθυσες;»

«Εγώ θ’ανέβω!».

«Πάνω απ’ το πτώμα μου», είπε εκείνος.

PC310476
©Dimitris Tsoumplekas

Στην κορυφή της εξέδρας κι οι τρεις τους, με τις σαμπρέλες υπό μάλης. Η γυναίκα του έδωσε το σύνθημα. Βούτηξαν ουρλιάζοντας, πιασμένοι χέρι χέρι. Στράφηκε να δει: η Δόξα ήταν μωρό χωρίς δόντια, οι δυο τους νέοι. Η ζωή μπροστά τους κατάφωτη, γεμάτη λαμπιόνια και λέμπκουχεν. Μόλις η σαμπρέλα του άγγιξε το κράσπεδο τινάχτηκε- έβγαλε μια κραυγή. Πέταξε μακριά τα παπλώματα, ανακάθισε. Ένα νεύρο πιάστηκε στον ώμο του.
Στην αίθουσα του πρωινού η γυναίκα του και η κόρη του έτρωγαν με όρεξη.

«Κοιμήθηκες καλά, μπαμπά;»

«Σαν κούτσουρο. Ροχάλιζε κιόλας».

«Ανοησίες! Δε ροχαλίζω».

«Γιατί αποφεύγεις το βλέμμα μου;»

«Δεν αποφεύγω τίποτα. Πιάστηκε ο σβέρκος μου».

«Μα καλά, πώς;»

«Πήγα να τραβήξω αυτό το βρομοπάπλωμα».

Η αγανάκτηση στη φωνή του έκανε τη γυναίκα του να βάλει τα γέλια.

«Έχω αλοιφή. Να σου βουτυρώσω πρώτα μια φέτα ψωμί;»

Μπορώ και μόνος μου, σκέφτηκε, αλλά δεν έφερε αντιρρήσεις. Βγαίνοντας από το μετρό το προηγούμενο βράδυ, η Δόξα τον είχε πιάσει αγκαζέ και του είχε ψιθυρίσει στο αφτί ότι είναι απότομος με τη μητέρα της και τι θα πείραζε αν ανέβαιναν όλοι μαζί στην εξέδρα με τις σαμπρέλες. Εξ ου και το όνειρο.
Κοίταξε την κόρη του φευγαλέα. Το πρόσωπό της ήταν χλομό. Μήπως είχε αναιμία; Μήπως έπρεπε να σπουδάσει σε μια χώρα με περισσότερο ήλιο; Μήπως ερωτεύτηκε;

«Να δοκιμάσεις και στό-λεν», είπε η Δόξα συλλαβιστά δείχνοντας δυο φέτες πασπαλισμένες με ζάχαρη άχνη στο πανεράκι των ψωμιών.

«Στόλεν;»

«Χριστουγεννιάτικο ψωμί από αλεύρι βρώμης. Είναι το αυθεντικό, της Δρέσδης».

PC260329
©Dimitris Tsoumplekas

Εκείνη τη μέρα, και όλες τις επόμενες, η Δόξα τούς μπούκωνε με γλυκά και τους άφηνε έξω από μουσεία δίνοντάς τους λεπτομερείς οδηγίες. Το απόγευμα σταματούσαν ένα ταξί και γυρνούσαν στο «Χόνιγκμοντ». Η γυναίκα του τον έτριβε στο σβέρκο με μια αλοιφή μενθόλης και ξάπλωναν για λίγο αμίλητοι κοιτάζοντας από το άνοιγμα της κουρτίνας πώς στροβιλιζόταν το χιόνι. Το βράδυ συναντούσαν τη Δόξα για δείπνο. Πήγαν σε ένα γερμανικό, ένα αυστριακό κι ένα κινέζικο εστιατόριο.

Το τελευταίο βράδυ πήγαν στην όπερα. Ήπιαν σαμπάνια στο φουαγιέ. Βεβαίωσαν ο ένας τον άλλο ότι ήταν ντυμένοι όπως άρμοζε στην περίσταση. Έριχναν λοξές ματιές στις Γερμανίδες με τα μποτάκια εκστρατείας και τις χοντρές μάλλινες κάλτσες. Τους φάνηκε ότι πέρασαν ώρες ώσπου να σηκωθεί η αυλαία : Ο Γκουλιέλμο και ο Φεράντο συνάντησαν τον Ντον Αλφόνσο μπροστά σ’ ένα εκδοτήριο εισιτηρίων, στο αεροδρόμιο. Η γυναίκα του άρχισε να κουνιέται νευρικά στο κάθισμά της.

«Μου θυμίζει πώς αύριο ταξιδεύουμε πάλι», ψιθύρισε.

«Εμένα μου θυμίζει πως οι σημερινοί σκηνοθέτες δεν έχουν το Θεό τους. Κοίτα εκεί! Τι δουλειά έχει το αεροδρόμιο στη Νάπολη του δέκατου όγδοου αιώνα;»

Ένα δυο κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος τους. Λούφαξαν στα καθίσματα και δεν ξαναμίλησαν. Στο τέλος της δεύτερης πράξης, όταν ο Ντον Αλφόνσο είπε, σε ύφος μουσικής απαγγελίας, «έτσι κάνουν όλες», εκείνος δε σκέφτηκε ούτε τη γυναίκα του, ούτε τις δυο τρεις σύντομες ερωτικές του περιπέτειες. Σκέφτηκε τη Δόξα. Έτσι κάνουν όλες οι κοπέλες, επανέλαβε μέσα του – αφήνουν σύξυλους τους πατεράδες τους και πηγαίνουν σε χριστουγεννιάτικα πάρτι.
Σηκώθηκαν, στριμώχτηκαν στη σκάλα και πήραν τα παλτά τους από την γκαρνταρόμπα. Βοήθησε τη γυναίκα του να φορέσει τη γούνα της και άρχισε να σφυρίζει τη μουσική φράση του Ντον Αλφόνσο.

«Τι κέφια είναι αυτά;»

Τής πρότεινε να ανηφορίσουν προς τη Ζεντάρμενμαρκτ και να πιουν ένα τελευταίο γκλούβαϊν.

 

PC260005
©Dimitris Tsoumplekas

Απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων της Αμάντας Μιχαλοπούλου “Η λαμπερή μέρα”, Εκδ. Καστανιώτη 2012. Ο τόμος αυτός τιμήθηκε το 2012 με το βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών.

Φωτό: Δημήτρης Τσουμπλέκας. Σχετικά με Α. Μιχαλοπούλου βλέπε: gr.linkedin.com/pub/amanda-michalopoulou/1a/b69/678, www.facebook.com/Amanda.Michalopoulou, με τον Δ. Τσουμπλέκα: www.tsoumplekas.com.

Διαβάστε κι άλλα κείμενα της Α. Μιχαλοπούλου στο diablog.eu: “Εξαπάτηση” και η συνέντευξη “Η γλώσσα είναι η πατρίδα του συγγραφέα“.

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε