Εξαπάτηση

Διήγημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Η Ελληνίδα συγγραφέας, γνωστή στο γερμανόφωνο κοινό από τα μυθιστορήματά της «Γιάντες» και «Όσες φορές αντέξεις», περιγράφει με βάση μια ταραχώδη ιστορία γάμου τις δύσκολες ελληνογερμανικές σχέσεις. Μας μεταφέρει στην Αθήνα της μεσαίας τάξης που σιγά-σιγά αποσυναρμολογείται.

                                                                                                                                                                                  Μνήμη Γ. Ζογγολόπουλου (1903-2004)

“Δεν έχεις κανένα λόγο να πας”, είπε η Νικόλ.

Άδειαζαν τα πιάτα, στο ημίχρονο του ματς. Εκείνη τα σφούγγιζε με μια χαρτοπετσέτα. Εκείνος τα έπαιρνε απ’ τα χέρια της και τα τοποθετούσε στη σχάρα του πλυντηρίου.

“Φυσικά και έχω. Πέθανε η μάνα της γυναίκας μου”.

“Της πρώην γυναίκας σου”.

“Δεν έχουμε πάρει διαζύγιο”.

“Μην το κάνεις αυτό Γιόχαν. Δεν σε συμφέρει”.

Τα έβαλε με τον εαυτό της που σκεφτόταν δυνατά. Συνήθως δεν τον απειλούσε και δεν τον απογοήτευε.

“Νικόλ, δεν έχω όρεξη για…”

Ένα επιφώνημα απογοήτευσης κάλυψε τη φωνή του.

Ο Μίχαελ έβαλε το κεφάλι του στην πόρτα της κουζίνας. “Δεν παρατάτε το νοικοκυριό γρουσούζηδες; Οι Έλληνες ισοφάρισαν”.

Συνέχισαν με τα πιάτα. Η Νικόλ άφηνε το νερό της βρύσης να τρέχει, παρότι είχε διαβάσει τα πρακτικά της διάσκεψης για την αειφόρο ανάπτυξη και τα είχε αξιοποιήσει στο μεταπτυχιακό της για τη λειψυδρία. Αλλά σκεφτόταν καλύτερα όταν κυλούσε νερό. Πρώτη φορά ενδιαφερόταν για το σκορ ενός ματς. Ευχόταν εκείνοι, οι Γερμανοί, να νικήσουν την πρώην γυναίκα του Γιόχαν, την Ελληνίδα.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η Νικόλ δεν είχε εμπιστοσύνη στο δέρμα της. Στην ηλικία της. Στο συνδυασμό αθωότητας και πανουργίας που αποπνέουν οι μεταπτυχιακές φοιτήτριες. Αυτός ο έξυπνος και άστατος άνθρωπος –άστατος επειδή είχε αφήσει τη γυναίκα του, κι όποιος εγκαταλείπει μια φορά, εγκαταλείπει συνέχεια- θα μπορούσε να είναι πατέρας της ή και παππούς της. Κι όμως. Την έκανε να νιώθει ότι το πάτωμα, ο δρόμος, η γη ήταν ένα έλος. Θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τη ρουφήξει.

Τη στιγμή που η Νικόλ και ο Γιόχαν ξαναμπήκαν στο σαλόνι με μπύρες για όλους ο Μπόατενγκ έκανε τη σέντρα από δεξιά και ο Κεντίρα έβαλε το δεύτερο γκολ.

Γερμανία Ελλάδα, 2-1.

Η Νικόλ έβγαλε μια κραυγή χαράς.

“Θέλω να γυρίσεις πίσω”, της είπε.

Εκείνη βούτηξε το κουλούρι στο φλυτζάνι του καφέ. Το έφερε στα χείλη της. “Δεν έχω φάει τίποτα από προχθές που την πήρανε”, του είπε.

“Ακουσες τι είπα, Ελένη; Θέλω να γυρίσεις στο Βερολίνο. Να κάνουμε μια καινούργια αρχή”.

Κάποιος πλησίασε στο τραπέζι των συγγενών, στριμώχτηκε ανάμεσά τους και έγειρε να την αγκαλιάσει. Ήταν ένας άντρας συνομίληκός της- εξήντα, εξήντα πέντε το πολύ. “Τη μάνα σου θα τη θυμόμαστε όλοι” της είπε. “Μας κυνηγούσε μ’ένα στυλιάρι, μάς έκανε ανθρώπους. Δεν ξεχώριζε δικά της παιδιά και ξένα”. Ο Γιόχαν γύρισε και την κοίταξε. Ηταν όμορφη και αξιοπρεπής με τον κότσο της, με τα στεγνά της δάκρυα. Έτσι αναστέναζε και στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, γράφοντας εργασίες, σαράντα χρόνια πριν. “Η εξέλιξη του ανθρώπου και οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης”. “Οι τελετουργικές πράξεις”. “Ανθρωπολογικές θεωρήσεις της συγγένειας στον 20ο αιώνα”.

Τον εκνεύριζαν οι ελληνικές κηδείες. Δεν θα το παραδεχόταν ποτέ δημοσίως. Ήταν ανθρωπολόγος. Ερευνούσε βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις των δυτικών κοινωνιών γύρω από το κοινωνικό φύλο, ή την εθνοτική ένταξη. Η ελληνική κοινωνία ήταν δυτική κοινωνία- ή μήπως όχι; Ο Γιόχαν είχε τις αμφιβολίες του. Από το προπερασμένο βράδυ που έφτασε στην Αθήνα, στο δρόμο για το ξενοδοχείο, και αργότερα στο εστιατόριο που έφαγε με τις κόρες του, διαπίστωνε τις αλλαγές. Φυσιολογικοί άνθρωποι έψαχναν στα σκουπίδια. Τα φανάρια δεν λειτουργούσαν. Ζητιάνοι τον τραβούσαν από το μανίκι. Δυο φορές είχε κινδυνέψει να στραμπουλήξει άσχημα το πόδι του. Κάποιοι είχαν αφαιρέσει καπάκια δικτύων στο πεζοδρόμιο κι έχασκαν οι τρύπες.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο Γιόχαν δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας. Ήταν το δεξί χέρι του Φρέντρικ Μπαρτ. Είχε ταξιδέψει μαζί του στο Βόρειο Πακιστάν και είχε συλλέξει υλικό για το “Ethnic Groups and Boundaries”, τη βίβλο των ανθρωπολόγων στη δεκαετία του 60. Αλλά ήταν και άνθρωπος. Είχε υποφέρει, είχε κινδυνέψει προσωπικά από την ένταση και το πάθος της ελληνικής οικογένειας. Πέθανε μια γριά ενενήντα δύο χρονών- πώς έκαναν έτσι; Φιλιόντουσαν όλοι με όλους, αγκαλιάζονταν, παράγγελναν στεφάνια αντί να δωρίζουν χρήματα σε κάποιο Ίδρυμα. Και στις κηδείες ακόμη οι Έλληνες ξόδευαν.

Μπροστά στο νεκροθάφτη της είχε προτείνει να πάρει ένα φέρετρο από καπλαμά. Θέλω το καλύτερο, του είχε απαντήσει κοφτά. Γι αυτά τα πράγματα γκρίνιαζαν μια ζωή. Τα ελληνικά, τα γερμανικά. Εσείς, εμείς. Ήταν σαν ανέκδοτο: δυο ανθρωπολόγοι τσακώνονταν για εθνικές διαφορές. Ο Γιόχαν δεν επέμεινε. Σκέφτηκε ότι τα σκουλίκια διαπερνούν όλα τα ξύλα.

Έφυγαν κι οι τελευταίοι, έμειναν μόνοι στο καφενείο του νεκροταφείου. Η Χρύσα και η Ζωή κάπνιζαν στο προαύλιο. Ο Σταμάτης έκοβε βόλτες κι αυτός. Δεν μίλησε στον Γιόχαν, όχι επειδή είχε εγκαταλείψει την αδερφή του, αλλά επειδή ήταν Γερμανός. “Δεν θέλω πάρε δώσε με Γερμανούς. Αυτοί μας κατέστρεψαν” έλεγε δυνατά σε κάποιον δίπλα του για να ακούει ο Γιόχαν που μιλούσε ελληνικά. Είχε ταλέντο στις ξένες γλώσσες. Έμαθε τα Παστό για να συνεννοείται με τους Πακιστανούς στο Σουάτ, ήξερε λίγα Πουντζάμπι, και φυσικά αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά και ιταλικά. Ελληνικά είχε μάθει στα φοιτητικά του χρόνια. Τριγυρνούσε στις Κυκλάδες μ’ ένα γερμανοελληνικό βιβλίο εκφράσεων στο χέρι. “Που είναι η τράπεζα”; “Μήπως υπάρχει αγροτικό ιατρείο εδώ κοντά”; “Μια χωριάτικη σαλάτα παρακαλώ”.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Πριν ακόμη γνωρίσει την Ελένη στη βιβλιοθήκη του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου είχε μάθει απ’έξω στίχους του Σεφέρη. Χόρευε μπάλο και συρτό. Ήταν το είδος Γερμανού που ερωτεύεται ένα συγκεκριμένο τόπο και βάζει τα δυνατά του, ακόμη κι αν δεν το ξέρει, να ζήσει στο πεδίο επιρροής του τόπου αυτού. Στην Ελένη είδε την κατατομή που θαύμαζε στα αγάλματα των μουσείων. Επιπλέον ήταν μαρξίστρια. Διάβαζε Γκράμσι κι έγραφε εργασίες με θέμα “Η μετατόπιση της πίστης της εργατικής τάξης στην Βρετανία από το Εργατικό Κόμμα στους Συντηρητικούς- Η περίπτωση Θάτσερ”. Ο Γιόχαν ήταν ορφανός. Δεν του φαινόταν άσχημη ιδέα να ενσωματωθεί σε μια εξωτική ελληνική οικογένεια. Ο πατέρας της Ελένης ήταν ο σημαντικότερος γλύπτης της γενιάς του- κι είχε παντρευτεί κι αυτός μια φοιτήτριά του. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Όταν απέκτησε τα παιδιά, την Ελένη και τον αδερφό της, η γυναίκα αυτή, που τώρα την κατέβασαν κάτω απ’ τη γη, είχε αφήσει τις σπουδές της. Καθάριζε φασολάκια και ξεσκάτιζε μωρά.

Η Ελένη έκανε το μεταπτυχιακό της υπό την επίβλεψη του Γιόχαν, με υποτροφία του γερμανικού κράτους. “Ο πατέρας μου λέει ότι δεν χρωστάμε χάρη σε κανένα για την υποτροφία”, τον πείραζε. “Εσείς μας τα πήρατε όλα στον πόλεμο και τώρα μας τα δίνετε πίσω με δόσεις”. Ο Γιόχαν γελούσε. Εκείνα τα χρόνια μπορούσαν να αστειεύονται με τέτοια θέματα. Οι Γερμανοί ένιωθαν ένοχοι για όλα, οι Έλληνες για τίποτα.

Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Βερολίνο, με θρησκευτικό στην Αίγινα. Η Ζωή γεννήθηκε τον τρίτο χρόνο του γάμου τους. Πριν μείνει έγκυος, η Ελένη είχε περάσει έξι μήνες σε νησιά της άγονης γραμμής για την εκπόνηση του διδακτορικού της με θέμα “Η κοινωνία των ψαράδων και η παραγωγή της τροφής”. Επέστρεψε στο Βερολίνο μαυρισμένη και μελαγχολική. Ο Γιόχαν ξαναπήγε μαζί της στη Δονούσα το καλοκαίρι της εγκυμοσύνης της για την ολοκλήρωση της επιτόπιας έρευνας. Εκείνο τον καιρό η Ελένη μεταχειρίζονταν πολύ δραματικές λέξεις. Του έλεγε ότι υπέφερε από συναισθηματικό ίλιγγο. Εκείνος απαντούσε πως έφταιγαν οι ζαλάδες της εγκυμοσύνης.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο Γιόχαν είχε αναπτύξει τη θεωρία ότι η Ζωή ήταν Κυκλαδίτισσα. Μεγάλωσε στη κοιλιά της Ελένης ένα καλοκαίρι με καύσωνα, επηρεάστηκε από τον “συναισθηματικό ίλιγγο” της μητέρας της. Αντίθετα από τη μικρή του κόρη που ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα, η Ζωή πήρε το ελληνικό αυτοκαταστροφικό κύτταρο της μάνας της. Η Ελένη τριγύριζε στους δρόμους του Τσέλεντορφ σπρώχνοντας το καρότσι της Ζωής, κλαίγοντας. Όλο κάτι της έλειπε, κάτι που ο Γιόχαν δεν μπορούσε να προσφέρει. Στο τέλος εγκατέλειψε και το διδακτορικό της. Το ίδιο έκανε κι η Ζωή: εγκατελειψε τις σπουδές της στη δημόσια διοίκηση. Τα τελευταία χρόνια έγραφε διηγήματα στα οποία φυσούσε συνεχώς αέρας. Οι ιστορίες διαδραματίζονταν σε ψαροχώρια. Οι ψαράδες της δεν είχαν βυθόμετρα, έβαζαν τ’ άστρα για σημάδια. Ο Γιόχαν θύμωνε με τους μηχανισμούς εξιδανίκευσης της κόρης του. Είχε ξεχάσει τι σημαίνει να υποφέρεις μόνο και μόνο επειδή είσαι νέος.

Η Ζωή είχε μεταφράσει μόνη της τα διηγήματά της στα γερμανικά. Ήθελε να εκδοθούν στη Γερμανία και τον είχε παρακαλέσει να τη βοηθήσει. Ο Γιόχαν περίμενε σε χώρους υποδοχής εκδοτικών κολοσσών ή λογοτεχνικών πρακτόρων. Όλοι του έλεγαν “είναι αδύνατον, κανείς δεν εκδίδει Έλληνες συγγραφείς. Ειδικά τώρα”. Γιατί, ρωτούσε. “Επειδή η Ελλάδα, καταλαβαίνετε…”. Δεν καταλάβαινε. Είχε την ελπίδα ότι, ειδικά τώρα, θα μπορούσε να προσφέρει κάτι στην κόρη του. Κάτι που θα έκανε τα μάτια της να λάμψουν όχι από θυμό, αλλά από ευγνωμοσύνη.

Ενας λογοτεχνικός ατζέντης, φίλος φίλων, τον είχε συμβουλέψει να γράψει η Ζωή αστυνομικά. Και με ονειροπόλο ύφος είχε προσθέσει: “Να ασχολείται με τους ψαράδες της… απλώς να είναι ένας ψαράς παράνομος, ξέρετε, κλασικός Έλληνας …” Ο ατζέντης μισόκλεισε τα μάτια, έγειρε πίσω στο κάθισμά του. “Αυτό θα πουλούσε. Ένας ασυνείδητος ψαράς που κάνει τα πάντα για το κέρδος”. Ο Γιόχαν ντρεπόταν γι αυτή τη συνάντηση. Δεν την είχε αναφέρει ποτέ. Και τώρα, στο νεκροταφείο, την έδιωξε από το μυαλό του μ’έναν αναστεναγμό.

“Τι είναι; Τι έπαθες;”

“Σκέφτομαι όσα ζήσαμε” είπε και πήρε το χέρι της Ελένης στο δικό του. “Πιστεύεις ότι μπορείς να με συγχωρήσεις;”

“Για ποιο απ’όλα;”. Τράβηξε το χέρι της ήρεμα αλλά αποφασιστικά.

Ο κόσμος της επόμενης κηδείας έμπαινε σιγά σιγά στο καφενείο. Σηκώθηκαν.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

“Είπατε στον πατέρα σας ότι μας λήστεψαν;” ρώτησε η Ελένη μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο. Εκείνος οδηγούσε, εκείνη είχε κολλήσει στο παράθυρο του συνοδηγού, όσο πιο μακριά του γινόταν. Τα κορίτσια είχαν απλωθεί στο πίσω κάθισμα, είχαν ανεβάσει τις φούστες τους ψηλά στους μηρούς και τις ανέμιζαν. Έβραζε ο τόπος. Είχαν ανοίξει τα παράθυρα τέρμα για να μπαίνει αέρας. Ένας αέρας πηχτός, ανώφελος.

Ο Γιόχαν έστριψε σ’έναν παράδρομο του νεκροταφείου και τράβηξε απότομα χειρόφρενο. “Ποιος σας λήστεψε;”

Θα ήθελε να του πει χαιρέκακα, “οι Πακιστανοί σου”. Να του πει, “οι τύποι που υπερασπίζεσαι επειδή έρχονται από μακριά, την ώρα που η Ευρώπη καίγεται”. Εκείνος θα την αποκαλούσε επιπόλαιη ή ρατσίστρια. Εκείνη θα ξεφυσούσε θεατρικά φωνάζοντας “έλεος πια. Εκτός από τις θεωρίες σου, υπάρχει και η ζωή!”. Έπαιξε όλο τον καυγά στο μυαλό της και μετά είπε: “Πακιστανοί. Αυτοί με τα καροτσάκια”.

“Πάμε να φύγουμε από δω;” ούρλιαξε η Ζωή στα ελληνικά. “Πάμε οπουδήποτε αλλού επειδή θα σκάσουμε από τη ζέστη ώσπου να του εξηγήσεις;”

Συνήθως μιλούσαν γερμανικά μεταξύ τους. Ήταν η γλώσσα που έμαθαν τα κορίτσια στο σχολείο του Βίλμερσντορφ, η γλώσσα των σπουδών τους. Γύρισαν στην Ελλάδα, για να συμπαρασταθούν στη μητέρα τους τον πρώτο καιρό μετά το χωρισμό. Η Ζωή ξέμεινε. Η Χρύσα επέστρεψε στο Βερολίνο. Εγκαταστάθηκε στο Φρίντριχσάιν με τον φίλο της, έναν χλωμό, μονόχνωτο Δανό. Η μόνη απόσταση που μπορούσε να κρατήσει από τον πατέρα της ήταν αυτή: να μείνει στην άλλη άκρη της ίδιας πόλης.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο Γιόχαν μανουβράρισε το αυτοκίνητο, ξεπάρκαρε και προχώρησε μερικά τετράγωνα. Βρήκε μια θέση στον ίσκιο, κάτω από μια νερατζιά. Τράβηξε το χειρόφρενο με δύναμη, το αυτοκίνητο τραντάχτηκε.

“Καλύτερα τώρα;” φώναξε.

Η Ελένη τον κοίταξε με το μισοκακόμοιρο βλέμμα που είχε εξασκήσει μετά το χωρισμό τους.

Ο Γιόχαν έπιασε το κεφάλι του, πάνω από τ’αυτιά, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν ακόμη στη θέση του. “Συγγνώμη” είπε αχνά.

Η Ελένη χαμογέλασε. Η συντριβή του ήταν ευχάριστο θέαμα. Την περίμενε υπομονετικά όλα αυτά τα χρόνια.

Η Χρύσα είχε μιλήσει στη Ζωή για τα αποτελέσματα της μαγνητικής τομογραφίας, είχε υπερβάλλει λέγοντας ότι ο καρκίνος ήταν επιθετικός. Η Ζωή είχε πει τα πάντα στη μητέρα της- εμπιστευτικά. Η Ελένη είχε ρωτήσει όλους τους γιατρούς που ήξερε, είχε περάσει δεκάδες ώρες στο Ίντερνετ και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο καρκίνος του Γιόχαν ήταν ιάσιμος, αν αντιδρούσε καλά στη χημειοθεραπεία. Της άρεσε να τον σκέφτεται στο κρεβάτι τους, στο Βερολίνο, παραδομένο στη φροντίδα της. Έβλεπε τον εαυτό της να μπαίνει στο υπνοδωμάτιο της Τούλπενστρασε κουβαλώντας νερό και φάρμακα. Θα έστρωνε με αυταπάρνηση το σεντόνι στα πόδια του. Απ’έξω θα έπεφτε η εξουθενωτική γερμανική βροχή.

Ο Γιόχαν άναψε τον κλιματισμό σε ένδειξη συμφιλίωσης. Έλεγε και ξανάλεγε πως η χρήση κλιματιστικών είναι καταστροφική για το περιβάλλον. “Καλύτερα έτσι;”

“Κάπως” απάντησε η Ζωή στα γερμανικά.

Η Χρύσα έγειρε μπροστά και τον αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους. “Ηρέμησε μπαμπά”.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η Ελένη του είπε τι είχε συμβεί. Πακιστανοί μετανάστες γυρνούσαν στην πόλη ξηλώνοντας ράγες τραίνων, σχάρες υπονόμων, υδραυλικές εγκαταστάσεις οικοδομών. Είχαν μπει στο πατρικό της μέρα μεσημέρι, μια εβδομάδα πριν πεθάνει η γιαγιά. Έκλεισαν το νερό, ξήλωσαν τους σωλήνες του καλοριφέρ και τους φόρτωσαν στο καρότσι τους. Έκοβαν μ’ένα πριόνι της πλάκας αλλά η γιαγιά δεν πήρε χαμπάρι. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, θεόκουφη, παρακολουθούσε στη διαπασών ένα τούρκικο σήριαλ.

Φεύγοντας πρέπει να είδαν στον κήπο το γλυπτό του πατέρα της και να το πήραν. Η “Εξαπάτηση” ήταν παλιό κομμάτι της γεωμετρικής του περιόδου, το μοναδικό που είχε κρατήσει η Ελένη για συναισθηματικούς λόγους. Είχε κατασκευαστεί με την πρωτότυπη τεχνική του: οξυγονοκόλληση με λυώμενη μπρούτζινη βέργα. Σε μια δύσκολη στιγμή η Ελένη είχε ρωτήσει στους Σόθμπις. Της είπαν ότι θα έπιανε άνετα γύρω στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Στη μάντρα οικοδομών θα έπιανε δέκα ευρώ με το ζόρι. Σκεφτόταν τους Πακιστανούς να ιδρώνουν πάνω απ’ το πριόνι. Μετά ν’ απλώνουν το χέρι στον κλεπταποδόχο της μάντρας για λίγα κέρματα.

Στο εργαστήριο του πατέρα της, στο Παρίσι, η Ελένη μιλούσε στ’αγάλματα. “Τώρα θα σε κουρέψω”, έλεγε. Ή: “Τί θέλεις να φας;”. Χάιδευε το σίδερο, τα βιδωτά γλυπτά. Είχε δικό της γραφείο για να δουλεύει τον πηλό: τής το είχε φτιάξει ο πατέρας της από μια πόρτα ξεχαρβαλωμένη, καρφωμένη σε δυο σιδερένια πόδια. Εκείνος δούλευε στο διπλανό δωμάτιο σφυρίζοντας ή αναστενάζοντας, ανάλογα με το στάδιο της δουλειάς. Η μητέρα της μαγείρευε στον κάτω όροφο. Το σπίτι τους μύριζε σκόρδο και σίδερο- το γαλλικό τους σπίτι. Όταν η Ελένη πήγαινε στο Δημοτικό ήταν Ευρωπαίοι. Με τη μεταπολίτευση επέστρεψαν στην Ελλάδα κι έγιναν Έλληνες. Ύστερα η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωπαική Ένωση και ξαναέγιναν Ευρωπαίοι. Τώρα έγιναν κάτι άλλο. Κάτι που δεν είχε ακόμη όνομα.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Ο πατέρας της είχε υπηρετήσει εθελοντής στο αλβανικό μέτωπο, ύστερα συμμετείχε στην Αντίσταση. Το 45, μετά την απελευθέρωση, πήγε στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού κράτους. Εκεί γεννήθηκε η Ελένη. Όταν μεγάλωσε λίγο της εξήγησε ότι οι υποτροφίες είναι ένα σύστημα εξαπάτησης, μια αναστροφή της αδικίας- γι αυτό δίνονται στους ανίσχυρους από τους ισχυρούς. Πάντα της έλεγε ωραία, ασυνήθιστα πράγματα. Μια μέρα τραγουδούσε τα γαλλικά τραγούδια που της μάθαινε η Καναδέζα δασκάλα της. “Κορυδαλλέ, ευγενικέ κορυδαλλέ, θα σε ξεπουπουλιάσω…”. Της ήρθε και ρώτησε: “Γιατί τον ξεπουπουλιάζει, μπαμπά;”. Ο πατέρας της, ανέβασε τα γυαλιά της οξυγονοκόλλησης στο μέτωπο και την κοίταξε σοβαρά. “Επειδή ο κορυδαλλός ξυπνάει πριν απ’όλα τα άλλα πουλιά και χωρίζει όσους αγαπιούνται”. Και γιατί τους χωρίζει, ξαναρώτησε η Ελένη. “Επειδή οι άνθρωποι που αγαπιούνται, τα ζευγάρια εννοώ, κοιμούνται σφιχταγκαλιασμένα”. Σαν εμάς, μπαμπά. “Όχι, Ελένη. Σαν τη μαμά σου κι εμένα”.

Την είδε να καταρρακώνεται από την υπενθύμιση αυτής της τραγωδίας, ότι μπαμπάς και κόρη δεν γίνονταιζευγάρι. Άλλαξε κουβέντα. Της μίλησε για το γλυπτό που είχε μόλις ολοκληρώσει, την Εξαπάτηση. Κοίταξε, της είπε, απεικονίζει τον Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης και τον μυθικό ήρωα Ηρακλή. Ο Ανταίος αντλούσε δύναμη από την επαφή με το χώμα και ο Ηρακλής, όταν έμαθε το μυστικό του, τον σήκωσε ψηλά για να τον εξοντώσει. Για κοίτα καλά καλά και πες μου αν βλέπεις δυο άντρες να παλεύουν. Όχι, είπε η Ελένη, βλέπω σίδερα.

Την έπιασε απ’το χέρι και περπάτησαν γύρω από το γλυπτό. Τα σίδερα σχημάτιζαν δυο γεωμετρικούς όγκους που συνδέονταν σ’ένα μόνο σημείο. Εδώ τον σηκώνει, είπε η Ελένη. Τα τετράγωνα που έβαλες ψηλά είναι το σώμα του Ανταίου, έτσι δεν είναι; Ο πατέρας της χαμογέλασε.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Χρόνια μετά είχε ξυπνήσει από κρωξίματα πουλιών στ’ανοιχτά της Δονούσας. Νάταν κορυδαλλοί; Μπα, γλάροι θάταν. Ο Μιχάλης κοιμόταν δίπλα της στην κουκέτα της βάρκας, τα δίχτυα του απλωμένα στο νερό. Είχε αποκωδικοποιήσει την “Εξαπάτηση” σε ηλικία –πόσο;- έξι, χρονών και την είχε συνδέσει για πάντα με το ξεπουπούλιασμα του κορυδαλλού. Εκείνο το ξημέρωμα στη βάρκα ήταν ήδη έγκυος αλλά δεν το ήξερε. Μόλις το έμαθε, εξαπάτησε κι αυτή με τη σειρά της τον Γιόχαν, γεννώντας το παιδί του ψαρά.

Όταν ο Γιόχαν την εγκατέλειψε για τη φοιτήτριά του, αναρωτήθηκε αν είχε έρθει η ώρα να αποκαλύψει το μυστικό της. Να του μιλήσει για τη δύναμη που είχε αντλήσει από τη γη, από την άμμο των μικρών Κυκλάδων, όπως ο Ανταίος. Και για το πώς ο Ηρακλής, ο Γιόχαν δηλαδή, την είχε σηκώσει από τη γη και την είχε μεταφέρει πίσω, στο Ντάλεμ, κάνοντας τον έρωτά της για έναν ψαρά να φαντάζει -όχι σαν ανθρωπολογική μελέτη, ούτε καν- σαν ηλίθια καρτ-ποστάλ. Ε λοιπόν όχι, δεν θα του το έλεγε ποτέ.

Η Ελένη είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι καρτ-ποστάλ ταχτοποιούν τη συνείδηση. Κάνουν όλους τους τόπους, όλους τους ανθρώπους, να μοιάζουν με ξόανα της επιθυμίας τους να διαφέρουν. Ο Γιόχαν θα συμφωνούσε σ’αυτό κι έπρεπε να το θυμηθεί εξάπαντος, να το συζητήσει μαζί του, όταν θα επέστρεφαν μαζί στο Βερολίνο, στο σπίτι τους. Θα ήταν μια από τις συζητήσεις που τους άρεσαν, που τους έκαναν να πιστεύουν ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο.

Μετάφραση: Michaela Prinzinger. Επιμέλεια: Ina Kutulas. Δημοσιεύτηκε στο: Die Horen 249 (2013). Φωτό: Michaela Prinzinger (Ατελιέ και κατοικία του Γιώργου Ζογγολόπουλο στο Ψυχικό)

Αυτή η καταχώρηση είναι διαθέσιμη και στα: Deutsch (Γερμανικά)

Σχολιάστε